Στο άκουσμα της λέξης “υποτίμηση” η
σκέψη μας συνήθως οδηγείται σε
οικονομικούς όρους, ειδικότερα δε στην εποχή μας, όπου όπως σε όλες τις εποχές
ύφεσης, έτσι και στην δική μας, όροι, λέξεις, καταστάσεις και δραστηριότητες
περιβάλλονται από έναν μανδύα οικονομικοτεχνικών ορολογιών και συζητήσεων.
Άλλωστε, η υποτίμηση ενός νομίσματος μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες για
την κρατική ή την παγκόσμια οικονομία, ενώ η υποτίμηση της πνευματικής εργασίας
μικρότερης εμβέλειας συνέπειες- ή
τουλάχιστον έτσι παρουσιάζονται τα πράγματα εκ πρώτης όψεως.
Ανατρέχοντας στη σημασία και ετυμολογία της λέξεως παρατηρούμε
ότι παραπέμπει και στις δύο έννοιες. Η «υποτίμηση» είναι η απόδοση σε κάποιον ή
σε κάτι μικρότερης αξίας από αυτήν που πραγματικά έχει και ο ορισμός αποκτά το
εκάστοτε νόημά του, ανάλογα με τη σημασία με την οποία χρησιμοποιείται η λέξη «αξία».
Το κατά πόσον οι συσχετισμοί στο μυαλό
μας καταλήγουν στο χρηματικό αντίτιμο ή στο αξιακό πνευματικό εκτόπισμα ορίζει
και το πεδίο της υποτίμησης.
Η υποτίμηση της πνευματικής εργασίας δεν αποτελεί καινούρια
έννοια και πρακτική, ούτε αποτελεί σημείο των καιρών ως αποτέλεσμα αναπόφευκτο
της οικονομικής δυσπραγίας της εποχής. Ανέκαθεν, υπήρχαν οι φωνές- υποστηρικτές
του δόγματος της λογικής του κέρδους. Καθώς, λοιπόν, η πνευματική ενασχόληση
δεν αποτελεί ένα πλαίσιο άμεσα συνδεδεμένο με το κέρδος θεωρείται και
άχρηστη ή τουλάχιστον όχι τόσο χρήσιμη όσο η πρακτική και τεχνική- τεχνολογική
εργασία που αποδίδει άμεσο και χειροπιαστό οικονομικό κέρδος. Μέσα στο ίδιο
πλαίσιο, η γνώση αποκτά ενδιαφέρον και αποτελεί επιδιωκόμενο αγαθό μόνο όταν
συνδέεται με πρακτικότητα και αποτελέσματα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ως
εμπορικές ιδέες με αξιοποίηση στην αγορά. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, η γνώση ως
αυτοσκοπός, ως προϊόν εσωτερικής αναζήτησης και έκφρασης της έμφυτης περιέργειας του ανθρώπου όχι μόνο δεν
εκτιμάται, αλλά ενίοτε αντιμετωπίζεται και ως τεμπελιά ή ενασχόληση
πολυτελείας.
Ως συνέπεια της παραπάνω λογικής– παράλληλα και με άλλους
παράγοντες– παρατηρούμε τις πρακτικές διδασκαλίας και την παρεχόμενη γνώση στα
σχολεία μας σήμερα. Η έμφυτη φιλομάθεια και η διάθεση για αναζήτηση και
ανακάλυψη που κουβαλάει το παιδί εισερχόμενο στο ελληνικό σχολείο συχνά
συντρίβεται επάνω σε αυτήν την νοοτροπία της γνώσης που δεν ανακαλύπτεται, αλλά
συσσωρεύεται στο μυαλό του προκειμένου να αριστεύσει σε εξετάσεις που θα του
εξασφαλίσουν μια θέση στο πανεπιστήμιο και μια προσοδοφόρα επαγγελματική
σταδιοδρομία.
Βέβαια, όσο κι αν αναγνωρίζουμε στο φαινόμενο
διαχρονικότητα, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τις διαστάσεις που λαμβάνει
σήμερα, κάτω από τις πιέσεις των νέων συνθηκών και οικονομικών παραμέτρων. Η
πνευματική εργασία υποβαθμίζεται και υποτιμάται με κάθε δυνατό τρόπο. Μια ματιά
σε αγγελίες αναζήτησης εργασίας φαίνεται να το αποδεικνύει περίτρανα. Άνθρωποι
με αξιόλογες και μακρόχρονες σπουδές αναγκάζονται να πωλούν την εργασία τους σε
εξευτελιστικές τιμές. Στην κορυφή μάλιστα μιας τέτοιας λίστας προσφοράς
εργασίας φιγουράρουν μεταφραστές, διορθωτές, επιμελητές εκδόσεων, κειμενογράφοι
και καθηγητές ιδιαιτέρων μαθημάτων κάθε είδους. Και το φαινόμενο δεν
εξαντλείται στο επίπεδο της αμοιβής ή των συνθηκών και ταχυτήτων εργασίας
(πίεση και υπερβολικός φόρτος) αλλά επεκτείνεται και στην ηθική υποτίμηση.
Καταγράφεται περιστατικό όπου από καθηγητή ιδιαίτερων μαθημάτων ζητήθηκε να
αξιοποιήσει τον χρόνο διδασκαλίας που περίσσευε ολοκληρώνοντας το… σιδέρωμα της
νοικοκυράς, εργασίας κατά τα άλλα σημαντικής και δύσκολης, όχι όμως και
αρμοδιότητας του εν λόγω καθηγητή...
Καθώς αναλογιζόμαστε την πραγματικότητα που διαμορφώνεται
στον τομέα αυτό, ανασύρονται πολλά παραδείγματα. Οι συνθήκες εργασίας
διαμορφώνονται ανάλογες σε φροντιστήρια, εκδοτικούς οίκους, εφημερίδες,
σχολεία. Ειδικότερα δε στα τελευταία, ο ρόλος του δασκάλου υφίσταται μια άνευ
προηγουμένου υποβάθμιση, όχι μόνο λόγω των περικοπών στις οικονομικές απολαβές
του (άλλωστε, σε ανάλογες περικοπές εξαναγκάζονται οι περισσότεροι
εργαζόμενοι), αλλά κυρίως λόγω της αμφισβήτησης του κύρους της δουλειάς του. Οι
περισσότεροι έχουν εμπειρία από γονείς που τους αντιμετωπίζουν με έλλειψη
σεβασμού και αμφισβήτηση της αξίας τους και από μαθητές ανυπάκουους με
παροιμιώδη αυθάδεια.
Στην ίδια λογική των περικοπών και της αποκόμισης κέρδους
οργανώνονται οι εκπαιδευτικές πολιτικές και οι μεταρρυθμίσεις που οδηγούν στις
μειωμένες κρατικές δαπάνες για την παιδεία. Το κράτος στα χνάρια των
γενικότερων αποκρατικοποιήσεων ξεκίνησε μια διεργασία οικονομικής αποδέσμευσης
από την παιδεία και την έρευνα, αλλάζοντας κατά πολύ τον χαρακτήρα της δημόσιας
εκπαίδευσης, γεγονός ιδιαίτερα εμφανές στα πανεπιστήμια. Και αν και θα
μπορούσαμε να συνηγορήσουμε σε πολλά όσον αφορά στην παθογένεια του
εκπαιδευτικού συστήματος και των ανώτατων ιδρυμάτων, δε θα έπρεπε να πέσουμε στην
παγίδα της πλήρους αποδόμησής τους με την αλλαγή της ποιότητας διδασκαλίας, την
μετατροπή των φοιτητών σε πελάτες και των διδασκόντων σε οικονομικούς
παράγοντες και μάνατζερ, την δε όλη εκπαιδευτική διαδικασία σε επαγγελματική
συναλλαγή, όπου αναζητούνται η απαραίτητη σύνδεση με την αγορά εργασίας και
χορηγοί για την έρευνα, η οποία ξεφεύγει από τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της και
στρατεύεται.
Σε όλα τα παραπάνω θα μπορούσε κάποιος εύλογα να
αντιτείνει ότι η υποτίμηση που περιγράφεται δεν αποτελεί αποκλειστικό και
θλιβερό προνόμιο της πνευματικής πλευράς της εργασίας, αλλά επεκτείνεται σε
όλους τους τομείς της ανθρώπινης προσπάθειας να αποφύγει την ανεργία. Σε
καιρούς μάλιστα κρίσης, τα εργασιακά δικαιώματα είναι από τα πρώτα που
πλήττονται, με τους εργοδότες να πιέζουν από θέση ισχύος και τους εργαζομένους
να υποκύπτουν στον εκβιασμό προκειμένου να αποτρέψουν το ενδεχόμενο της
απόλυσης. Χειρωνακτικές, τεχνικές και παροχής υπηρεσιών εργασίες βιώνουν σε
μεγάλο βαθμό αναλογία στην υποβάθμιση.
Οφείλουμε, όμως, να εντοπίσουμε μια ιδιαιτερότητα στην
έμφαση που δίνουμε εδώ στην διανοητική εργασία και την αντιμετώπισή της. Η
οικονομική κρίση στην οποία αποδίδονται πολλά από τα δεινά των τελευταίων ετών,
παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα μιας γενικότερης κρίσης αξιών στις συζητήσεις
μελετητών και καθημερινών πολιτών εξίσου. Η κατάφωρη λοιπόν υποτίμηση της
πνευματικής εργασίας, η αγένεια, η παραγνώριση της αξίας των θεωρητικών σπουδών
δεν αποδεικνύουν τίποτε περισσότερο από την πνευματική πτώχευση που προηγήθηκε
της οικονομικής. Υποτιμώντας την πνευματική εργασία, υποτιμάμε τη γνώση που
προκρίνει την καλλιέργεια του ανθρώπινου πνεύματος και τον εξευγενισμό του με
δευτερεύοντα σκοπό την αποκόμιση ταυτόχρονου οικονομικού οφέλους.
Επιστρέφοντας, τέλος, στις σημασίες των λέξεων και στις
ετυμολογικές αναφορές τους η λέξη πνευματικός ετυμολογείται από το
αρχαιοελληνικό «πνεῦμα», με προέλευση από το «πνέω», του οποίου αρχική σημασία
ήταν πνοή, άνεμος. Αργότερα, χρησιμοποιήθηκε στο Βιβλικό λεξιλόγιο για να
δηλώσει το Άγιο Πνεύμα και να καταλήξει να δηλώνει επίσης τις διανοητικές
ικανότητες ενός ατόμου, που του επιτρέπουν να κινείται στον κόσμο των ιδεών,
την εσωτερική του υπόσταση και σκέψη. Εάν, λοιπόν, μειωνόταν η υποτίμηση της
πνευματικής εργασίας, της εσωτερικής υπόστασης δηλαδή του ατόμου όπως είδαμε
στις σημασίες, θα θέταμε ίσως τα θεμέλια της πνευματικής αναβάθμισης, στόχος
ίσως πιο χρήσιμος και ρεαλιστικός από αυτόν της οικονομικής ανάκαμψης.
_____________________________________________________________________________
Γεννήθηκε και μεγάλωσε
στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών με ειδίκευση στη
Γλωσσολογία. Εργάστηκε ως καθηγήτρια σε φροντιστήρια Μέσης εκπαίδευσης. Είναι
παντρεμένη και μητέρα δύο κοριτσιών. Σήμερα, αφιερώνει τον χρόνο της στο να
είναι.. μαμά και στην ολοκλήρωση του μεταπτυχιακού της με τίτλο "Σπουδές
στην Εκπαίδευση".

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου