Τι να διαλέξεις, τη γραφή ή τον χρωστήρα;
Για να επισκεφθείς, στις μέρες μας, το Αϊβαλί (οι αρχαίες
Κυδωνίες), χρειάζεται ελάχιστα ευρώ κι ένα καραβάκι που να πηγαινοέρχεται
Μυτιλήνη - Αϊβαλί. Τότε, όμως, τα πράγματα, ήταν αλλιώς...
Ο Φώτιος Αποστολέλλης είναι ο Φώτης Κόντογλου από το Αϊβαλί
(Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας, μία όμορφη παραλιακή πόλη, προστατευμένη από το
Μοσχονήσια που βρίσκονται μπροστά από τον κόλπο της, απέναντι από τη Λέσβο.
Γεννήθηκε εκεί στις 8 Νοεμβρίου 1895, οι γονείς ήταν ο Νικόλαος Αποστολέλλης
και η Δέσποινα Κόντογλου.
Ο Κόντογλου μεγάλωσε κοντά στη μητέρα του και τον θείο του
ιερομόναχο Στέφανο καθώς είχε χάσει από νηπιακή ηλικία, τον πατέρα του. Από
έφηβος έδειξε την έμφυτη κλίση του στα γράμματα και τη ζωγραφική. Η πρώτη του
απόπειρα ήταν η δημιουργία του μαθητικού περιοδικού "Μέλισσα" στο
οποίο δημοσίευσε σκίτσα και κείμενά του. Το 1913, σε ηλικία 18 χρονών ταξίδεψε
στην Αθήνα και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών για ένα έτος. Το 1914
εγκατέλειψε τη Σχολή και ταξίδεψε στην Ευρώπη, πρώτα Μαδρίτη κι έπειτα Παρίσι,
πού αλλού;
Στο Παρίσι, δούλεψε σε διάφορες εργασίες και στο περιοδικό
Illustration. Εικονογραφεί το βιβλίο "Η πείνα" του Κνουτ Χάμσον και
βραβεύεται με το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του περιοδικού. Γνωρίζεται με τον
γλύπτη Ογκίστ Ροντέν που τον ξεχώρισε και συναντιέται και με άλλους Έλληνες
καλλιτέχνες που ζουν στη γαλλική πρωτεύουσα.
Το 1917 ταξιδεύει στην Ισπανία και την Πορτογαλία και
μαγεύεται από το τοπίο, την ιστορία και τους θαλασσοπόρους. Το 1918 επιστρέφει
στη Γαλλία και γράφει το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, την ιστορία του
"Πέδρο Καζάς", ενός Ισπανού κουρσάρου και με αυτό θα μαγέψει,
αργότερα, τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους.
Το Μικρασιατικό Μέτωπο καταρρέει και ο Φώτης Κόντογλου
φθάνει πρόσφυγας στη Μυτιλήνη. Και σα να μην του έφτανε η μία φορά, πήγε και
δεύτερη στο Αϊβαλί, κρυφά με βάρκα, μέσα στον κίνδυνο, για να πάρει εκτός από
τα σύνεργά του και την εικόνα της Αγίας Παρασκευής. Η γειτονιά που χτίστηκε στη
Μυτιλήνη από τους πρόσφυγες του Αϊβαλιού είναι αντίγραφο των συνοικιών στην
πατρώα γη που κοιτιούνται σιωπηλά, η μία απέναντι από την άλλη.
Με το κάλεσμα των λογοτεχνών της Αθήνας, ο Κόντογλου
εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα. Το 1923 ταξιδεύει στο Άγιο Όρος όπου γοητεύεται
από τη βυζαντινή ζωγραφική και επιστρέφοντας παρουσιάζει το λεύκωμα "Η
τέχνη του Άθω" με έργα και κείμενά του. Στη Μυτιλήνη και την Αθήνα πραγματοποιεί
εκθέσεις έργων του. Το 1925 εκδίδεται η "Βασάντα" και ο Κόντογλου ταξιδεύει
και πάλι στο Άγιο Όρος. Συνεχίζει να αντιγράφει βυζαντινές εικόνες και να ζωγραφίζει
τα αλησμόνητα τοπία του.
Το 1925 παντρεύεται την Αϊβαλιώτισσα Μαρία Χατζηκαμπούρη και
το 1927 γεννιέται η κόρη τους, Δέσπω.
Στην Αθήνα εργάζεται ως ζωγράφος και συντηρητής έργων
τέχνης. Παράλληλα συγγράφει χωρίς σταματημό. Χτίζει ένα σπίτι στα Πατήσια, τότε
σχεδόν προάστιο της πρωτεύουσας, και ζωγραφίζει ένα δωμάτιο του μαζί με τους
μαθητές του - ζωγράφους Γιάννη Τσαρούχη και Νίκο Εγγονόπουλο.
Το 1933 του απονέμεται το "Απολυτήριο Γραφικής"
από τη Σχολή Καλών Τεχνών, προσλαμβάνεται ως καθηγητής ζωγραφικής από το
Κολλέγιο Αθηνών, συνδέεται με τον θεατρικό κύκλο και τον Κάρολο Κουν.
Στην Κατοχή, λόγω πενίας, ο Κόντογλου αναγκάζεται να
πουλήσει το σπίτι του για ένα σακί αλεύρι κι έζησε με την οικογένειά του σε ένα
χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων (το ζωγραφιστό δωμάτιο, μετά από πολλές
περιπέτειες, κοσμεί την Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών).
Με το πέρας του πολέμου κι έπειτα, ο Κόντογλου θα περάσει σε
μία δεύτερη περίοδο του έργου του, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωγραφική.
Το αποτύπωμα της Μικρασιατικής καταστροφής και οι δυσκολίες της εποχής τον
φέρνουν ακόμα πιο κοντά στα στοιχεία του ρωμιού και του ανατολίτη που έχει μέσα
του και αφιερώνεται στην αγιογραφία και τη λογοτεχνία με αφετηρία τη θρησκεία
και την παράδοση, με έντονη την αντίθεσή του προς τα δυτικά ρεύματα και κάθε
είδους επιρροές της Εσπερίας.
Δημιουργεί και ως
κοσμικός ζωγράφος και ως αγιογράφος με το ίδιο ύφος. Αγιογραφεί πολλές
εκκλησιές, φορητές εικόνες, παίρνοντας στοιχεία τόσο από τη βυζαντινή τεχνική
όσο και από την ελληνική παράδοση. Γνωστές είναι επίσης οι νωπογραφίες του στο
Δημαρχείο Αθηνών. Εργάστηκε σε μουσεία, όπως το Κοπτικό Μουσείο της Αιγύπτου
και βοήθησε ιδιαίτερα στην αποκατάσταση και συντήρηση των τοιχογραφιών του
Μυστρά. Ίδρυσε το Βυζαντινό τμήμα του Μουσείου Κέρκυρας. Φιλοτέχνησε πολλά
βιβλία και περιοδικά, όπως το περιοδικό της "Εστίας".
Το 1951 κυκλοφόρησε το μηνιαίο περιοδικό
"Κιβωτός", μαζί με τον Κωστή Μαστιά και τον Βασίλη Μουστάκη, για την
επιστροφή και ενίσχυση της καθαρής και ανόθευτης βυζαντινής τέχνης.
Το 1961, τιμάται με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το
βιβλίο "Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας". Το 1963 τιμάται με το
βραβείο "Πουρφίνα" της λογοτεχνικής Ομάδας των Δώδεκα για το βιβλίο
"Αϊβαλί, η πατρίδα μου", παρέλαβε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και
Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του ενώ του έχει απονεμηθεί
το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος.
Το 1965, ο Φώτης Κόντογλου πέφτει θύμα τροχαίου και πεθαίνει
στον "Ευαγγελισμό" στις 13 Ιουλίου 1965. Στο μοναστήρι του Αγίου
Εφραίμ στη Νέα Μάκρη Αττικής βρίσκεται μνημείο με το οστεοφυλάκιό του. Στην
ομώνυμη εκκλησία θα δείτε την πρώτη φορητή εικόνα του Αγίου Εφραίμ φιλοτεχνημένη
από τον Φώτη Κόντογλου.
Το έργο
Σημαντικός λογοτέχνης της "γενιάς του '30" και
εξαιρετικός ζωγράφος, γνήσιος εκφραστής της παραδοσιακής τεχνοτροπίας αλλά και
αγιογράφος με προσωπικό ύφος. Κοντά του μαθήτευσαν διάσημοι ζωγράφοι, όπως ο
Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Σπύρος Βασιλείου κ.α..
Η πρώτη περίοδος του έργου του, πιο κοσμική, η δεύτερη
στρατευμένη στη χριστιανική πίστη, και οι δυο εξίσου πλούσιες και σημαντικές
για την εξέλιξη της ελληνικής λογοτεχνίας, ζω γραφικής τέχνης και παράδοσης.
Έγραψε διηγήματα, οδοιπορικά, μελέτες και μετέφρασε από τη
γαλλική στην ελληνική γλώσσα. Εικονογράφησε λογοτεχνικά βιβλία, πολύ γνωστή η
εικονογράφηση για τη μία από τις συλλογές παραδοσιακών παραμυθιών του Γεωργίου
Μέγα. Εξοικείωσε το κοινό με την κοσμική αγιογραφία. Αμύνθηκε του εκδυτικισμού
και ενίσχυσε την παραδοσιακή αγιογραφία, έστρεψε τη Νεοελληνική ζωγραφική πιο
κοντά στην ελληνική παράδοση, δίνοντας, παράλληλα, μία ώθηση στη λογοτεχνία και
τη ζωγραφική για το μέλλον.
Κρίμα που τα περισσότερα έργα του είναι εξαντλημένα και δεν
έχουν επανεκδοθεί. Καταγράφει και παραδίδει μοναδικά την παλαιά εποχή στη νέα,
αυτή που χάθηκε σε αυτή που γατζώθηκε σε έναν μέλλον άχαρου εκσυγχρονισμού.
Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να επαινέσουμε δημιουργούς όπως
τον Soloup, που με το βιβλίο του "Αϊβαλί", εκτός των άλλων λόγιων της
εποχής, σύστησε επιτυχώς στις νέες γενιές και τον Φώτη Κόντογλου.
Επιλεκτικά, να διαβάσω:
- Πέδρο Καζάς
- Θάλασσες, καΐκια
και θαλασσοπόροι
- Έργα Α. - Αϊβαλί, η πατρίδα μου
- Έργα Γ
- Η πονεμένη
Ρωμιοσύνη
- Ο καστρολόγος
- Ταξιδευτές κι
ονειροπόλοι
- Φημισμένοι άντρες
και λησμονημένοι








Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου