Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Οι Τρεις Θανάσηδες. Συγγραφείς: Κώστας Ζαφειρίου, Γιώργος Τυρίκος - Εργάς

Από το βιβλίο "Αυλητής και Παππουλάνθρωπος, θρύλοι και ξωτικά του Αιγαίου", 
εκδόσεις Αιολίδα
(περισσότερα για τους δημιουργούς, εδώ: http://www.papoulanthropos.gr/)
_____________________________________________________________________________

Έκατσε ο Αυλητής, μα το σπαθί στη ζώνη του τον ενοχλούσε κάπως. Έλυσε λοιπόν το ζωνάρι του και το απίθωσε μαζί με το σπαθί στην άμμο. Για λίγη ώρα, έμεινε να κοιτάζει σκεφτικός. Τελικά, καθάρισε τον λαιμό του και ξεκίνησε…

«Σε ένα χωριό, βαθιά μέσα στην αγκαλιά ενός νησιού, μακριά από πειρατές και κουρσάρους και καλά κρυμμένο από τους κινδύνους των θαλασσών, λέμε μία παράξενη ιστορία, πολυταξιδεμένε και αγγελοκρουσμένε Παππουλάνθρωπε…

Εκεί στο χωριό, ζούνε καλοί και ευσεβείς άνθρωποι, που φοράνε καθαρά παντελόνια οι άντρες και άσπρες, πλουμιστές φούστες οι γυναίκες. Όλοι στο χωριό έχουν τα περιβόλια τους, που τα λένε μπαξέδες. Και τους περιβολάρηδες του λένε μπαξεβάνηδες. Και η αρχή αυτής της λέξης αν την αναζητήσεις ποτέ, βρίσκεται μακριά στην Ανατολή, στη γειτονική Τουρκία. Μπαχτσέ εκεί θα πει «κήπος».

Χειμώνα καλοκαίρι, λοιπόν, οι κάτοικοι αυτού του χωριού βγαίνουν στον κάμπο και βάζουν τους μπαξέδες τους, με λογιώ λογιώ κηπευτικά. Ο Σπυράκος βάζει κουνουπίδια και λάχανα τον χειμώνα, ο Γαρύφαλλος βάζει τα ωραιότερα καρπούζια. Φασόλες βάζει ο Γιάνναρος και ο Σώζος βάζει μελιτζάνες και ντομάτες.

Τώρα, υπάρχει μία παράξενη παράδοση για τους άντρες αυτού του χωριού, που κάνει τα γειτονικά χωριά να τους κοροϊδεύουν. Οι άντρες, λέει, δεν κάνει να φοράνε ζώνες στα παντελόνια τους. Αντ’ αυτού, στα όρια του μπαξέ τους κρεμάνε σε έναν στύλο τη ζώνη τους, με την αγκράφα να κρέμεται ανάποδα προς το χώμα. Άλλοι, πάλι, απλώς σκαρώνουν ένα σκιάχτρο μεγάλο και τρομερό, πότε να μοιάζει τσολιάς με μουστάκα και γιαταγάνι, πότε με ανθυπολοχαγό με μουστάκα και την τουφέκα του, κάποτε με μέθυσο με μουστάκα και ένα μπουκάλι κρασί. Και πάνω στο σκιάχτρο δένουν τη ζώνη τους.

Βλέπω, τα λεγόμενά μου σε κάνουν να απορείς, Δε σε αδικώ. Είναι πράγματι άξια απορίας όλα τούτα. Και παράξενα, Παππουλάνθρωπε… πολύ παράξενα. Όπως παράξενο ήταν κι εκείνο το χωριό, που επισκέφθηκα μια μέρα και που είδα με τα μάτια μου ότι ήταν τυλιγμένο ολόκληρο από σπίτι σε σπίτι, γύρω – γύρω, με κόκκινη κλωστή μονομερίτικη. Και όταν πήγα στην πλατεία, είδα με έκπληξη του χωριανούς να κάθονται και να συνομιλούν με τα γελάδια τους και τα γαϊδουράκια τους στους καφενέδες!

Πάντως στο χωριό αυτό όπου οι άντρες δε φορούν ζωνάρια, άλλος είναι ο φόβος.

Λένε, λοιπόν, ότι κάθε Αύγουστο που τυχαίνει να ‘χει δύο πανσελήνους, βγαίνουν κάτι ξωτικά που τα λένε «Τρεις Θανάσηδες»! Ω! Και ποιος δε φοβάται τους Τρεις Θανάσηδες! Όλοι τούς τρέμουν, γιατί άκου τι κάνουν αυτά τα δαιμόνια. Ο ένας Θανάσης λέγεται Σκάφτης και σκάβει λάκκους. Όχι πολύ βαθιούς, μη φαντάζεσαι. Μια δυο πιθαμές. Ο άλλος λέγεται Φυτευτής και φυτεύει σπόρια και καρπούς και δεντράκια μικρά – μεγάλα. Και ο τρίτος Θανάσης, λέγεται Ποτιστής. Πάει και κατουρά και τα ποτίζει. Μα τα χίλια νταούλια, αλήθεια σού λέω! Πάει και τα κατουρά!

Και σε κάθε μπαξέ που δεν έχει ζωνάρι κρεμασμένο στο στυλιάρι ή στο σκιάχτρο, λένε ότι οι Τρεις Θανάσηδες κάνουν μεγάλη ζημιά.

Πάει ο ένας Θανάσης, ο Σκάφτης, και ανοίγει λάκκο. Έπειτα έρχεται ο Φυτευτής και φυτεύει μία τρύπια γαλότσα! Και μετά πάει ο Ποτιστής, τσσσς, το κατουρά και την επόμενη μέρα, να σου φυτρώνει ένας καραφλός τσαγκάρης. Έρχεται ανοίγει μαγαζί στο χωριό και τα παπούτσια που του πάνε για επισκευή, αντί να τα καρφώσει και να κάνει καινούργια, τα χαλάει. Πριν κλείσει ο μήνας, όλο το χωριό κυκλοφορεί ξυπόλητο!

Αν βρούνε άλλο χωράφι χωρίς ζωνάρι, πάει ο Σκάφτης ανοίγει λακκούβα, πάει ο Φυτευτής και φυτεύει ένα ολοστρόγγυλο βόλι, πάει ο Ποτιστής, τσσσς, το κατουρά. Την επόμενη μέρα, φυτρώνει σε εκείνο το μέρος μια Τουφεκιά. Πάνε οι ντόπιοι, κόβουν απ’ τα κλαδιά της μια καραμπίνα, ένα πιστόλι, ένα δίκαννο και έπειτα, μπαμ μπουμ, αρχίζουν να σκοτώνονται μεταξύ τους σε άδικους πολέμους. Είναι πονηροί οι Τρεις Θανάσηδες!

Αν όμως ο μπαξές έχει όπως πρέπει το ζωνάρι του στο σωστό σημείο, οι Τρεις Θανάησες ευχαριστημένοι αρχίζουν δουλειά, πρώτα ο Σκάφτης ανοίγει ένα λάκκο, Έπειτα ο Φυτευτής πάει και φυτεύει ένα φλουράκι και μετά ο Ποτιστής το κατουρά … τσσσς! Και την επόμενη μέρα, για φαντάσου, ο μπαξεβάνης βρίσκει ένα κιούπι, μια στάμνα δηλαδή, τη σπάει όπως κάνουμε με τα γουρουνάκια κουμπαράδες, και από μέσα πετάγονται ολόχρυσα φλουριά!

Μια φορά, ένας γέροντας μπαξεβάνης που τον έλεγαν Γιώργη, πάνω από εβδομήντα χρονών, πήγε στον μπαξέ του Αύγουστο μήνα. Ο Γιώργης έβαζε κάθε χρόνο μπαξέ εκεί, όπως έκανε και ο μπαμπάς του και ο μπαμπάς του μπαμπά του. Για πάνω από πενήντα χρόνια, ο Γιώργης ερχόταν και δούλευε υπομονετικά για να μεγαλώσει νόστιμα κηπευτικά. Πριν κάμποσα χρόνια, είχε παρέα του και το Σερσέμη, έναν σκυλάκο αγαθιάρη και χαρούμενο, που έτρεχε, μύριζε και έγλειφε τα πάντα. Τώρα όμως είχε πεθάνει ο Σερσέμης. Ο Γιώργης έκανε ό,τι έκανε στον μπαξέ του πάντα μιλώντας στον σκιάχτρο του, τον Σκούρκο.

«Α, ρε Σκούρκο». Έλεγε. «Θυμάσαι όταν ήταν εδώ και ο Σερσέμης και έτρεχε πάνω κάτω; Α, ρε, Σκούρκο… που να ‘ναι ο Σερσέμης τώρα; Α, ρε Σκούρκο…»  Και τσαπ τσουπ. Με την τσάπα του έσκαβε και έσκαβε και έσκαβε. Φύτευε, φύτευε, φύτευε και πότιζε, πότιζε, πότιζε.

Και όταν έπεφτε ο ήλιος, αργά το απόγευμα, ο Γιώργης γύριζε στο χωριό. Φεύγοντας, βεβαιωνόταν ότι ο Σκούρκος είχε καλά δεμένο το ζωνάρι του, μην τυχόν κι έρχονταν οι Τρεις Θανάσηδες.

Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, ο Γιώργης κουρασμένος από τη δουλειά, δεν είχε κουράγιο να πάει στο χωριό, οπότε σκέφτηκε, «Αύγουστος μήνας, ζέστη πολλή. Θα κοιμηθώ εδώ στο περιβόλι». Έτσι, ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε γλυκά δίπλα στο πηγάδι.

Έλα όμως που ο Αύγουστος αυτός έτυχε να έχει δύο πανσελήνους!

Οπότε έγινε το θαύμα και να σου οι Τρεις Θανάσηδες, εμφανίστηκαν μέσα από μια καλαμιά σαν ομίχλη.

«Σκάφτη! Άνοιξ’ το λάκκο! Άντε ντε!», είπε ο Ποτιστής. «Συντόμευε, αλλιώς θα κατουρηθώ πάνω μου ή θα κατουρήσω εσένα!»

«Πάω να δω αν ο μπαξεβάνης αυτός τρέφει τον δέοντα σεβασμό. Α, θαυμάσια, το ζωνάρι είναι στον Σκούρκο, σφιχτοδεμένο κατά πως πρέπει», είπε ο Φυτευτής όσο ο Σκάφτης άνοιγε τον λάκκο.

«Έτοιμος». Ανακοίνωσε ο πρώτος από τους Τρεις Θανάσηδες.
«Έξοχα!» Είπε ο Φυτευτής. «Και για τον μπαρμπα – Γιώργη, ορίστε τι θα φυτέψω», είπε και απίθωσε στον πάτο του λάκκου ένα τόσο δα κόκκαλο. Ο Σκάφτης το σκέπασε με χώμα και το πάτησε καλά καλά.

«Άκρη, άκρη, κάντε άκρη!», είπε ο Ποτιστής και, τσσσς, το πότισε.

Μόλις ήρθε το ξημέρωμα, οι Τρεις Θανάσηδες είχαν εξαφανιστεί. Και προς έκπληξη του κυρ – Γιώργη, μόλις ξύπνησε κατάλαβε ότι του έγλειφε τη μούρη ο μικρός Σερσέμης, ο σκύλος που είχε πεθάνει πριν τόσα χρόνια. Τώρα ήταν ολοζώντανος και το ίδιο χαζός όπως τότε. Θαύμα!

Τρισευτυχισμένος, ξεκίνησε με τον σκύλο του να γυρίσει στο χωριό για να πει σε όλους τους ευσεβείς και καλούς κατοίκους του, τι δώρο του έκαναν οι Τρεις Θανάσηδες.

Ποιος καταλαβαίνει, άραγε, τους τρόπους των ξωτικών, αγαπητέ μου; Κανείς δε μου είπε γιατί οι Τρεις Θανάσηδες ευχαριστούνται τόσο πολύ με το να βλέπουνε ζωνάρια στους μπαξέδες. Φαντάζομαι, είναι μία παραξενιά του Άλλου Κόσμου, που εμείς όσο και να το θέλουμε στον Εδώ Κόσμο που βρισκόμαστε, δεν πρόκειται να την καταλάβουμε ποτέ. Όμως, αν κάποτε βρεθείς, σε έναν τόπο όπου οι άντρες δε φορούν ζώνες στα παντελόνια τους, αυτό ίσως σημαίνει ότι κάθε μήνα που τυχαίνει να έχει δύο πανσελήνους, βγαίνουν κι εκεί οι Τρεις Θανάσηδες και κάνουν άνω κάτω τους μπαξέδες με τις κασκαρίκες τους!» 







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου