Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Η αρκούδα και το κορίτσι από τη Σοφία Πολίτου - Βερβέρη

(Ένα παραμύθι πρώτα για μεγάλους)

Εκείνη η μέρα ήταν μια μεγάλη γιορτή. Μετά τη γιορτή, ήταν το παζάρι. Το κορίτσι χαιρόταν πολύ να πηγαίνει στις γιορτές και στα μεγάλα, πολύχρωμα παζάρια. 

Αργά το απόγευμα ξεκίνησε από το σπίτι. Πέρασε από την πλατεία και συνέχισε τη βόλτα της. Σε λίγο, είδε μπροστά της να απλώνεται το παζάρι. 

Το κορίτσι πέρασε μπροστά από πολλούς πάγκους, παρατηρώντας τα στολισμένα πράγματα. Ρούχα, κοσμήματα, καπέλα, υφάσματα, βιβλία, χάρτες, παλαιά, αγαπημένα και ξεχασμένα αντικείμενα.  Το κορίτσι έψαχνε με τα μάτια του.  Το κορίτσι παραμόνευε. Το κορίτσι την βρήκε. Ήταν μια ξύλινη, καφέ αρκούδα. Πήγε κοντά της, κοιτάχτηκαν.

Το κορίτσι, από μέσα του, παρακάλεσε. Η ευχή της έπιασε. Μετά από λίγο, έφυγε, με την ξύλινη, καφέ αρκούδα στην τσέπη του.


 Αργότερα, όταν έμειναν μόνες οι δυο τους, στο δωμάτιο του κοριτσιού, η ξύλινη αρκούδα ζωντάνεψε, κοίταξε στα μάτια το κορίτσι και το ρώτησε:

«Θέλεις να ταξιδέψουμε μαζί;»
«Ναι».
«Πού θες να πάμε;»
«Στο δάσος, στο σπίτι σου. Πόσο μακριά είναι το σπίτι σου;»
«Το σπίτι μου είναι πολλά χρόνια μακριά από εδώ», της είπε η αρκούδα.
Το κορίτσι άργησε ν’ απαντήσει.  Μετά, είπε: «δε με νοιάζει πόσα χρόνια θα χρειαστούν, εγώ, θέλω να πάμε».
Η αρκούδα, ξαναμίλησε: «ανέβα στην πλάτη μου, μικρό κορίτσι».
Το κορίτσι ανέβηκε και ξεκίνησαν για το μακρινό δάσος.

Ήταν όμορφα πάνω στην πλάτη της καφέ αρκούδας, που πια δεν ήταν ξύλινη, αλλά ζωντανή, μ’ ένα ζεστό, πυκνό τρίχωμα στα χρώματα του κάστανου.

Το κορίτσι κρατήθηκε από το λαιμό της αρκούδας και τα χρόνια άρχισαν να κυλούν.

Στην αρχή του δάσους, σταμάτησαν στο ποτάμι.
Η αρκούδα σταμάτησε στην όχθη και μίλησε με το ψάρι της.
«Ήρθα ψάρι».
«Το ξέρω, αρκούδα», της απάντησε το ψάρι.
«Πεινάω πολύ».
«Ναι, πεινάς», είπε το ψάρι.
«Θα σε κυνηγήσω, ψάρι, θα σε πιάσω, θα σε φάω και θα χορτάσω», του είπε η αρκούδα.
«Κι αυτό το ξέρω, αρκούδα».
Τότε, το ψάρι είπε τα τελευταία του λόγια: «Τώρα, εγώ, θα βοσκήσω τη χλωρίδα του βυθού, εσύ, θα με αιφνιδιάσεις, θα με πιάσεις και θα με σκίσεις λαίμαργα με τα δόντια σου.  Κι όταν γυρίσεις ξανά, μετά από κάποιο άλλο σου ταξίδι, θα είμαι πάλι εδώ, στο ίδιο μέρος και θα σε περιμένω».


Η αρκούδα έφαγε το ψάρι και συνέχισε με το κορίτσι το ταξίδι τους. Το κορίτσι κρατιόταν από το λαιμό της αρκούδας και τα χρόνια περνούσαν.

«Πεινάω», είπε το κορίτσι.  Η αρκούδα πήγε στην κυψέλη των αγριομελισσών.
«Το μικρό κορίτσι πεινάει».
«Το ξέρουμε»,  βούιξαν οι αγριομέλισσες.
«Θα ορμήσω στην κυψέλη σας, θα βουτήξω το μέλι σας και θα χαθώ μέσα στο δάσος», τους είπε ήρεμα η αρκούδα.
«Εμείς θα σε τσιμπήσουμε με τα κεντριά μας, μα, δε θα σε νοιάξει ο πόνος, θα πάρεις το μέλι και θα ταΐσεις το μικρό κορίτσι. Κι όταν γυρίσεις ξανά, μετά από κάποιο άλλο σου ταξίδι, θα είμαστε πάλι εδώ, στο ίδιο μέρος και θα σε περιμένουμε», είπαν οι αγριομέλισσες.

Το κορίτσι έφαγε το μέλι και συνέχισε με την αρκούδα το ταξίδι τους. Το κορίτσι κρατιόταν από το λαιμό της αρκούδας και τα χρόνια περνούσαν.


 «Νυστάζω», είπε το κορίτσι.  Η αρκούδα μπήκε σε μια σπηλιά κι άφησε το κορίτσι εκεί. Έπειτα, πήγε στα μούσκλια, στα ξερά χόρτα και στα πεσμένα φύλλα των δέντρων.

«Το μικρό κορίτσι κρυώνει».
«Το ξέρουμε», απάντησαν όλα τα στοιχεία μαζί.
«Θα σας μαζέψω προσεκτικά με τα μπροστινά μου πόδια και θα σας πάω στη σπηλιά, να ετοιμάσω μια ζεστή φωλιά να κοιμηθεί το μικρό κορίτσι».
«Εμείς θα σε αφήσουμε να μας κόψεις, να μας ξεριζώσεις, θα μείνουμε στην αγκαλιά σου, μέχρι να μας πας στη σπηλιά. Κι όταν γυρίσεις ξανά, μετά από κάποιο άλλο σου ταξίδι, θα είμαστε πάλι εδώ, στο χώμα στο ίδιο μέρος και θα σε περιμένουμε», της είπαν τα μούσκλια, τα ξερά χόρτα και τα φύλλα των δέντρων.

Το κορίτσι κοιμήθηκε, έπειτα ξύπνησε και συνέχισε με την αρκούδα το ταξίδι τους. Το κορίτσι κρατιόταν από το λαιμό της αρκούδας και τα χρόνια περνούσαν.

Ένα πρωινό, το μικρό κορίτσι καθρεφτίστηκε στα νερά. Πόσο είχε μεγαλώσει! Είχε μεγαλώσει τόσο όσο χρειαζόταν για να φτάσει η αρκούδα στο τέλος του δάσους.

«Δεν μπορώ να ταξιδεύω πια στην πλάτη σου».
«Το ξέρω», είπε γλυκά η αρκούδα.
«Τώρα, πρέπει να συνεχίσω μόνη μου το ταξίδι μου. Εσύ, με ταξίδεψες στο δάσος σου, τώρα, πρέπει να βρω το δικό μου», είπε σοβαρά το κορίτσι στην αρκούδα.
«Κι αυτό το ξέρω», της ξαναείπε η αρκούδα, και της βγήκε ένας αναστεναγμός.
«Όμως, θέλω να σου μοιάσω», είπε το κορίτσι με δάκρυα στα μάτια και αγκάλιασε την αρκούδα από το λαιμό.
«Για να γίνει αυτό, πρέπει να κάνεις το ίδιο ταξίδι μ’ ένα μικρό κορίτσι στην πλάτη σου. Κάποτε, με διάλεξες εσύ και ήρθες στη ζωή μου. Κάποτε θα σε διαλέξει κι εσένα ένα μικρό κορίτσι και θα έρθει στη ζωή σου για ν’ ανέβει στην πλάτη σου και τότε θα μοιάζουμε, τότε θα είμαστε ίδιες. Εγώ θα είμαι εσύ κι εσύ θα είμαι εγώ».



«Θα προχωρήσω στο ξέφωτο, θα βγω από το δάσος, θα πάρω το μονοπάτι και θα ψάξω για το δάσος μου. Εσύ, θα κλάψεις, μα δε θα με ακολουθήσεις. Θα κλάψω κι εγώ μα θα χαίρομαι το ίδιο», είπε το κορίτσι συγκινημένο στην αρκούδα.


«Εγώ, θα στέκομαι εδώ, για πάντα. Θα σε κοιτώ που θα φεύγεις, θα πονάω και θα κλαίω μα κι εγώ θα χαίρομαι το ίδιο. Θα στέκομαι για σένα εδώ, ακόμα κι όταν το σώμα μου γεράσει τόσο που θα γίνει ένα με το χώμα και με τον αέρα. Ακόμα κι όταν το τρίχωμά μου το πάρει το αεράκι και το σκορπίσει στη δροσερή επιφάνεια της λίμνης. Κι όταν γυρίσεις ξανά, μετά από το ταξίδι σου, θα είμαι πάλι εδώ, στο ίδιο μέρος και θα σε περιμένω».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου