Κάπως έτσι
ξεκίνησε, μάλλον σαν την αμπάριζα.
Σε είχα απέναντι, με είχες απέναντι. Και μετά, πρώτες βγήκαν τρέχοντας μερικές λέξεις. Κατόπιν, τηλεγραφικές, γραπτές κουβέντες, προπομποί της ανάγκης για επικοινωνία, που μόνο τυχαία δεν είναι. Συνειδητά ή ασυνείδητα πάντα επιλέγεται ο «νικητής» και ο «χαμένος» μιας τέτοιας παρτίδας.
Σε είχα απέναντι, με είχες απέναντι. Και μετά, πρώτες βγήκαν τρέχοντας μερικές λέξεις. Κατόπιν, τηλεγραφικές, γραπτές κουβέντες, προπομποί της ανάγκης για επικοινωνία, που μόνο τυχαία δεν είναι. Συνειδητά ή ασυνείδητα πάντα επιλέγεται ο «νικητής» και ο «χαμένος» μιας τέτοιας παρτίδας.
Περιμέναμε να
δούμε αν οι λέξεις μας θα παίξουν μεταξύ τους. Ποια λέξη θα τσακώσει την άλλη για
να στείλουμε τις επόμενες, ίσως πιο δυναμικές, να προκαλέσουν τη σκέψη και το
ενδιαφέρον του απέναντι, να χορτάσουν και τη δική μας μοναξιά μέσα σε τόσο κόσμο.
Και κάπως έτσι, ξαναμάθαμε να παίζουμε αμπάριζα. Όμως, πιο δύσκολη. Αμπάριζα
συναισθημάτων.
Στη συνέχεια,
το επίπεδο του παιχνιδιού –εφόσον οι παίκτες ήταν σταθεροί στις θέσεις τους-
ανέβηκε, ο βαθμός δυσκολίας επίσης, κάθε φορά που οι λέξεις (εντός επιμελημένων
προτάσεων) πετύχαιναν τον σκοπό τους, στιγμάτιζαν μοναδικά τη στιγμή. Και το
παιχνίδι έδειχνε πως δεν θέλει να τελειώσει. Κρυφή απόλαυση.
Οι
φωτογραφίες. Μισές, ολόκληρες, τοπία άγνωστα ή οικεία (για ταυτοποίηση τυχόν
κοινού παρελθόντος στα περάσματα της ζωής), πειραγμένες, ατόφιες, με ή χωρίς
στολίδια, ήρθαν ως μπόνους του παιχνιδιού για να βεβαιώσουν την ευαισθησία των
παικτών, να φέρουν την αποδοχή και την ποθητή ευχαρίστηση σε όλες σχεδόν τις
αισθήσεις. H αφή παρέμεινε ορφανή να αναζητεί το αντικείμενο μέσω αναγγελιών που
παρέπεμπαν σε αυτές του Ερυθρού Σταυρού…
Η αμπάριζα,
λένε οι κανόνες, σχεδιάζεται νοερά με έναν κύκλο. Δύο οι παίκτες, ο κάθε
παίκτης τον δικό του. Ποιος παίκτης θα τολμήσει να αγγίξει με τα ακροδάχτυλα το
άγνωστο έξω από τον κύκλο; Ποια λέξη θα τρέξει στο ηλεκτρονικό κενό μεταξύ των
κύκλων και θα κάνει αμπάριζα; Να πιάσει τον αντίπαλο παίκτη από το στήθος, να του απορυθμίσει τους χτύπους
της καρδιάς, να τον αγγίξει σαν το μαγικό ραβδάκι για να του πάρει το
μυαλό, να τον συγκινήσει μέχρι εικονικού θανάτου (μία ιερή, σιωπηλή συμμαχία
των παικτών αποδεικνύει το αντίθετο της αντιπαλότητας, αλλά, υποτίθεται που
ακολουθούνται οι απαράβατοι κανόνες ενός παιχνιδιού, που θέλει τους παίκτες
αντίπαλους).
Η φυλακή. Κάθε
αμπάριζα έχει τη φυλακή της. Εδώ, τετράγωνη, φτιαγμένη με γωνίες, μάταια
προσπαθεί να ισορροπήσει τη λογική με το συναίσθημα στην εμπνευσμένη ορμή των
παικτών. Κανένας παίκτης, όμως, δεν φαίνεται και να την παίρνει στα σοβαρά.
Παραβιασμένη η πόρτα της, μόνιμα, σφυρίζουν αδιάφορα οι φύλακες της τάξης απ’
έξω. Σε αυτήν την αμπάριζα, οι παίκτες αδημονούν να απελευθερώσουν ο ένας τον
άλλον!
Η απόσταση.
Μεγάλη. Οι κύκλοι αυτής της αμπάριζας συνωμοτούν, ανοίγουν, γίνονται ευθείες,
απλώνονται στον δρόμο, ενώνουν τις αποστάσεις. Επιτέλους, η αφή βρίσκει όλα τα
απολεσθέντα…
Τίποτα δεν
είναι τυχαίο σε αυτήν την αμπάριζα. Και πόσο γοητευτικό είναι αυτό το άγνωστο
παιχνίδι, βαθιά θαμμένο και τυπωμένο ήδη μέσα στους παίκτες, από την αρχή
δημιουργίας της γενετικής τους ταυτότητας…
Σοφία Π.Β.
Σοφία Π.Β.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου