Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Ο κλεμμένος βασιλιάς, από τη συλλογή του Νάτση Μπόλου


Κυβερνούσε, μια φορά, μια φτωχή χώρα ένας πλούσιος βασιλιάς.  Ένας βασιλιάς που φρόντιζε μονάχα να γεμίσει ολόκληρα σεντούκια με φλωριά.  Γι’ αυτό και ερήμωσε τη χώρα που τον είχε και φτώχυνε τον λαό της.  Κανένας δεν τον αγαπούσε και προσπαθούσαν οι άνθρωποι να απαλλαχτούν από αυτόν και να τον ζημιώσουν.  Μα χρόνια παλιά, πολύ παλιά.  Οι άνθρωποι νόμιζαν ότι και με το κλέψιμο θα μπορούσαν να ζημιώσουν τον βασιλιά τους. Αποφάσισε ένας κάποιος, που ζήλεψε τα πλούτη του βασιλιά του, να μπει στο παλάτι να του κλέψει χρήματα.  Και μπήκε,  πήρε όσα μπορούσε κι έφυγε.

Μαθεύτηκε το κλέψιμο του παλατιού σε όλο το βασίλειο και στα άλλα βασίλεια.  Όλοι κατηγόρησαν τον βασιλιά σαν ανίκανο, που δεν μπόρεσε να φυλάξει τον χαζνέ του.  Μα πιο πολύ τον κατηγόρησε ένας άλλος βασιλιάς, που, όταν το έμαθε, γέλασε τόσο δυνατά, ώσπου κόντεψε να ακούσει τα γέλια ο βασιλιάς που του ‘κλεψαν τα χρήματα.  Ο κατηγορούμενος βασιλιάς έμαθε τι έλεγε ο κόσμος σε βάρος του, περισσότερο όμως του κακοφάνηκε με τον βασιλιά που … γέλασε πολύ. Τότε, δεν υπήρχαν εφημερίδες και ραδιόφωνα.  Ήταν οι τελάληδες.  Κι ο βασιλιάς ειδοποίησε τους τελάληδες και κείνοι φώναξαν σε όλο το βασίλειο:

-Όποιος έκλεψε τον χανζέ του βασιλιά, να παρουσιαστεί στο παλάτι να πάρει άλλα τόσα!

Ο κλέφτης πείστηκε και παρουσιάστηκε στον βασιλιά.

-Θα σου δώσω άλλα τόσα φλωριά, του είπε, αν μου φέρεις εδώ ζωντανό τον άλλον βασιλιά, διαφορετικά θα σου πάρω το κεφάλι!

Ο κλέφτης δέχτηκε.  Ζήτησε από τον βασιλιά δέκα μουλάρια με μεγάλα κουδούνια στο λαιμό.  Ζήτησε ένα σεντούκι μέλι, ένα σεντούκι με φτερά κι ένα σεντούκι άδειο.  Ύστερα από κάμποσες μέρες το καραβάνι με τα δέκα μουλάρια ζύγωνε στην πρωτεύουσα που είχε το παλάτι του ο βασιλιάς που γέλασε δυνατά.

Ο καρβανάρης κατέβηκε από το πρώτο μουλάρι που ήταν καβάλα και βούλωσε όλα τα κουδούνια.  Ξεπέζεψε κοντά στο παλάτι και παρουσιάστηκε σαν μεγάλος έμπορος.  Πλησίασε με τρόπο τους θυρωρούς του βασιλιά, τους πλήρωσε ακριβά και τον άφησαν να ξεφορτώσει στον κήπο του παλατιού.  Τους ξαναπλήρωσε για να τον αφήσουν να μπει στο δωμάτιο του βασιλιά, όταν εκείνος θα κοιμάται.  Κι έτσι έγινε.

Μια νύχτα, μόλις πέρασαν τα μεσάνυχτα κι ο βασιλιάς κοιμόνταν του καλού καιρού, ο καρβανάρης ξεγυμνώθηκε και μπήκε στο σεντούκι με το μέλι.  Όπως ήταν αλειμμένος με μέλι, μπήκε στο σεντούκι με τα φτερά και, σκεφτείτε, φάνηκε σαν ένα παράξενο πουλί.  Πήρε και μια βέργα.  Μπήκε στο δωμάτιο του βασιλιά, του τράβηξε το πάπλωμα και τον χτύπησε με τη βέργα.  Εκείνος, τρομαγμένος, άνοιξε τα μάτια.

-Μη μιλάς!, του είπε το παράξενο πουλί.  Είμαι ο άγγελος που παίρνει τις ψυχές των ανθρώπων.  Ήρθα να πάρω και σένα!  Έμπα γρήγορα σε αυτό το σεντούκι.  Κι αν ακούσεις κουδούνια, θα πας στον παράδεισο, αν δεν ακούσεις κουδούνια, θα πας στην κόλαση!

Του άνοιξε το άδειο σεντούκι, τον έκλεισε μέσα και τον φόρτωσε σε ένα μουλάρι.  Πλύθηκε και καθαρίστηκε από το μέλι και τα φτερά, φορέθηκε, ξεβούλωσε τα κουδούνια, καβαλίκεψε κι αυτός στο πρώτο μουλάρι και το καραβάνι ξεκίνησε.  Ο βασιλιάς, σαν να ησύχασε λίγο που άκουσε κουδούνια και παραξενεύονταν με τον εαυτό του, πως μπορεί να ακούσει αφού είναι πεθαμένος!

Επιτέλους, κάποτε έφτασε ο καρβανάρης με τα δέκα μουλάρια και το φορτωμένο βασιλιά στο παλάτι του άλλου βασιλιά, που του είχε κλέψει το θησαυρό.  Ανέβασαν το σεντούκι, που είχε κλεισμένο τον κλεμμένο βασιλιά, στο μεγάλο σαλόνι του παλατιού.



Μαζεύτηκαν γύρω ο βασιλιάς του τόπου και οι αυλικοί του παλατιού.  Ο κλέφτης του θησαυρού και του βασιλιά άνοιξε το σεντούκι και σηκώθηκε ο ξένος, με τις πιζάμες του και τα νυχτικά του για να μπει στον … παράδεισο.  Ξαφνιάστηκε σαν είδε ότι βρισκόταν σε ένα ξένο παλάτι, μπροστά σε ξένους ανθρώπους.  Νόμισε πως ονειρευόταν.  Τσιμπούσε τα πόδια του και δάγκανε τα δάχτυλά του για να καταλάβει αν κοιμάται ή είναι ξύπνιος.

-Ε!, του φώναξε περήφανος ο βασιλιάς του τόπου. Κατάλαβες, τώρα, πόσο σου αξίζει το δεμάτι;  Τι ζητάς στο παλάτι μου; Γέλασες με τα μεγάλα, όταν έμαθες που μου ‘κλεψαν τον χαζνέ.  Τώρα, που εσένα σ’ έκλεψαν ολόκληρο, τι πρέπει να κάμω εγώ;

Ο κλεμμένος βασιλιάς κατάλαβε ότι δεν πρέπει να κοροϊδεύει και να χαίρεται με τα χάλια των άλλων.  Κατέβασε τα μάτια του και δέχτηκε κάθε ταπείνωση.

Ο βασιλιάς του τόπου πλήρωσε καλά τον κλέφτη και βοήθησε τον κλεμμένο βασιλιά να γυρίσει στο βασίλειό του.


«Απ’ τα παιδικά μας χρόνια» παιχνίδια και παραμύθια – Νάτσης Μπόλος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου