Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

Αργύρης Χιόνης, Cavalleria Cretese(1)


Διήγημα του Αργύρη Χιόνη από τη συλλογή που κυκλοφόρησε πρόσφατα Έχων σώας τας φρένας και άλλες τρελές ιστορίες, εκδόσεις Κίχλη.




 
–E tre ! questa è per la casa che tu
m’hai adornato.2

G.VERGA, Cavalleria rusticana

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ποὺ τὴν εἶχα ξεχάσει γιὰ πάνω ἀπὸ μισὸν αἰώνα. Ἔχει ὡστόσο νὰ κάνει μὲ μιὰ σειρὰ συγκλονιστικῶν γεγονότων ποὺ ἔλαβαν διαδοχικὰ χώρα σ’ ἕνα διάστημα ἑπτὰ ἐτῶν, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ δέκα μου ὣς τὰ δεκαεπτά μου, καὶ ἡ ἀπώθησή τους, ὅλον αὐτὸν τὸν καιρό, στὰ βάθη τοῦ ὑποσυνειδήτου μου, πρέπει μᾶλλον νὰ ὀφείλεται στὸν τραυματισμὸ ποὺ ὑπέστη ἐξαιτίας τους ἡ παιδικὴ ψυχή μου.

Ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἀναδυθεῖ ξανὰ στὴν ἐπιφάνεια αὐτὸ τὸ ἀπώτατο παρελθὸν στάθηκε ἡ πρόσφατη ἀκρόαση ἑνὸς τραγουδιοῦ. πρόσφατη μὲν ἀλλὰ ὄχι καὶ πρώτη, γιατὶ τὸ τραγούδι αὐτὸ τὸ εἶχα ἤδη ἀκούσει, ἄπειρες φορές, χωρὶς τὸ ἴδιο ὅμως ἀποτέλεσμα. Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι, ἐν προκειμένῳ, λειτούργησε ὡς καταλύτης ὁ τόπος αὐτῆς τῆς ἀκρόασης, δηλαδὴ ἡ Κρήτη, ποὺ εἶναι καὶ ὁ τόπος ὅπου διαδραματίστηκε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἐν λόγῳ γεγονότων.

Τὰ πράγματα ἔγιναν ὡς ἑξῆς: Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2010 βρέθηκα στὰ Χανιά (πατρίδα τῆς μακαρίτισσας τῆς μάνας μου) μὲ τὴν εὐκαιρία μιᾶς ἐκδήλωσης ποὺ διοργάνωσαν, πρὸς τιμήν μου, ἡ δημοτικὴ Βιβλιοθήκη καὶ ἡ Ἑταιρεία Θεάτρου «Μνήμη».Μετὰ τὸ πέρας τῆς ἐκδηλώσεως καὶ πρὸς τὸ τέλος τοῦ λουκούλλειου δείπνου ποὺ μᾶς παρέθεσε ὁ δήμαρχος Κυριάκος Βιρβιδάκης, σὲ ἐκλεκτὴ τῆς πόλεως ταβέρνα, τὸ μαγνητόφωνο, ποὺ ὅλη αὐτὴ τὴν ὥρα συνόδευε, μὲ χαμηλόφωνη μουσική, τὶς ὀφτὲς λιχουδιές μας, ἄρχισε νὰ παίζει τὸ τραγούδι « Ὁ Γιάννης ὁ φονιὰς» τοῦ Μάνου Χατζιδάκι, σὲ στίχους (ὑπέροχους στίχους!) τοῦ Νίκου Γκάτσου. Τότε, ἀκριβῶς, συνέβη ἡ ἔκλαμψη, ἀνένηψε ἡ ἐπὶ μακρὸν λιπόθυμη μνήμη καὶ τὰ μάτια μου βούρκωσαν.

Ὁ φίλος μου ὁ Μιχάλης, ποὺ καθόταν ἀκριβῶς ἀπέναντί μου, συνέλαβε τὴν ταραχή μου καί, ἀνήσυχος, μὲ ρώτησε τί μοῦ συνέβαινε. Ἀφοῦ ἔθεσα ὑπὸ ἔλεγχο τὰ δάκρυα καὶ τὴν καρδιά μου, τοῦ ἀφηγήθηκα τὴν ἱστορία, μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ποὺ θὰ τὴν ἀφηγηθῶ τώρα καὶ σ’ ἐσᾶς.

Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1953, ἀμέσως μετὰ τὸ κλείσιμο τῶν σχολείων, ἡ μάνα μου, ἡ ἀδελφή μου κι ἐγὼ
κατεβήκαμε στὸ Νησὶ μὲ τὸ «Καδιό», ἕνα πρώην ἀντιτορπιλικὸ τοῦ πολεμικοῦ ναυτικοῦ, μετασκευασμένο σὲ ἐπιβατηγὸ σκυλοπνίχτη. Γιὰ τὴ μάνα μου, ἦταν ἡ πρώτη φορὰ πού, μετὰ ἀπὸ δεκαοχτὼ χρόνια, δηλαδὴ ἀφότου ἔφυγε νιόπαντρη γιὰ τὴν Ἀθήνα, θὰ ξαναπατοῦσε τὸ πόδι της στὴ γῆ ποὺ τὴν ἐγέννησε καὶ θὰ ξανάβλεπε ὅσους ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς εἴχανε ἀπομείνει ζωντανοί. Μόλις, λοιπόν, τὰ ξημερώματα, ἄρχισαν ν’ ἀχνοφαίνονται, μέσ’ ἀπ’ τὴν πρωινὴ ὁμίχλη, τὰ Λευκὰ Ὄρη, ἔβγαλε ἕναν ἀναστεναγμὸ ἀνακούφισης, πέταξε στὴ θάλασσα τὸ λεμόνι πού, σ’ ὅλη τὴ διαδρομή, ἔξυνε καὶ μύριζε, ξέχασε τοὺς ἐμετοὺς καὶ τὰ «Θέ μου, βόηθα μας!» καὶ «Παναγιά μου, σῶσε μας!» σηκώθηκε στὰ πόδια της, ἀκούμπησε στὸ παραπέτο τοῦ καταστρώματος καί, ὡς πρωραία γοργόνα, ἀτένιζε τὴ μάνα της νὰ τὴ ζυγώνει μ’ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες. Ἔλαμπε ὁλόκληρη καί, κάποια στιγμή, σὰν νὰ μοῦ φάνηκε ὅτι τὴν ἄκουσα νὰ μουρμουρίζει: «Μοῦ χαμογελάει». Καί, πράγματι, ὅσο πλησιάζαμε καὶ ἡ ὁμίχλη διαλυόταν, ἡ Κρήτη μᾶς ὑποδεχόταν μ’ ἕνα πλατύ, φιλόξενο χαμόγελο.

Ἀντιπαρέρχομαι, χάριν οἰκονομίας τοῦ λόγου, ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἐνθουσιώδη ὑποδοχή μας στὶς Βοῦβες (χωριὸ ὅπου εἶχε γεννηθεῖ ἡ μάνα μου καὶ ποὺ ὅλοι σχεδὸν οἱ κάτοικοί του ἦσαν συγγενεῖς μας)  ἀντιπαρέρχομαι ἐπίσης τίς, κυριολεκτικά, τρομακτικὲς ἐκδηλώσεις φιλοξενίας, ἀφοῦ, ἐνῶ τρώγαμε στὸ σπίτι τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ καί, συνεπῶς, πατριάρχη τοῦ σογιοῦ, περίμεναν ὄρθιοι, γύρω τριγύρω, μετρώντας ἀνυπόμονα τὶς μπουκιές μας, οἱ νεότεροι καί, συνεπῶς, δευτεροκλασάτοι ἀδελφοί, γιατὶ κι αὐτοὶ εἶχαν στὰ σπίτια τους στρωμένα τὰ τραπέζια, καὶ ἐπιστρέφω στὴν ἱστορία μας.

Μετὰ ἀπὸ δύο ἑβδομάδες στὶς Βοῦβες, κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπισκεφθήκαμε καὶ κοντινὰ χωριά, ὅπως τὴ Γλώσσα ἢ τὴ δρακόνα, ὅπου κι ἐκεῖ ὑπῆρχαν συγγενεῖς πρώτου βαθμοῦ, ἡ μάνα μου ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ δεῖ καὶ μιὰ ἀδελφή της ποὺ εἶχε παντρευτεῖ καὶ ἐγκατασταθεῖ σὲ μιὰ παραλιακὴ κωμόπολη (σήμερα, πλέον, πόλη) κάμποσα χιλιόμετρα δυτικὰ ἀπὸ τὶς Βοῦβες. Ἐπρόκειτο γιὰ τὴ θείαπασιφάη (σπάνιο ἴσως ὄνομα, ὄχι ὅμως στὴν Κρήτη, ὅπου τὸ Μίνως, γιὰ παράδειγμα, εἶναι πολὺ συνηθισμένο) ἡ ὁποία, βέβαια, δὲν εἶχε πάρει ἕναν Μίνωα, ἀλλὰ κάποιον Σήφη, ἄνθρωπο φτωχὸ μέν, ἀλλὰ ἐργατικό, τίμιο καὶ πάντα μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ ’δωσε πέντε κοπελιές, δηλαδὴ πέντε γραμμάτια πρὸς ἐξόφλησιν.

Ὁ θεῖος Σήφης, ὡστόσο, λάτρευε τὴν κυρά του καὶ τὶς κόρες του κι ἡ κάθε μέρα στὸ σπιτικό τους ἦταν γιορτὴ ἀγάπης. Ἡ μεγαλύτερη ἐξαδέλφη μου, ἡ Ἀγνή (χαϊδευτικὸ τῆς Ἀριάγνης) ἤτανε συνομήλικη τῆς ἀδελφῆς μου, δηλαδὴ γύρω στὰ δεκάξι, καὶ τόσο ὄμορφη, ποὺ σοῦ κοβόταν ἡ ἀνάσα ὅταν τὴν κοίταγες. Μελαχρινή, μαλλὶ στιλπνό, κοράκου χρῶμα, φρύδια καμαρωτά, ποὺ σμίγαν μεταξύ τους ἀνεπαίσθητα καὶ στέγαζαν δυὸ μυγδαλάτα μαῦρα μάτια, μάτια γαζέλας, μύτη λεπτὴ καὶ μὲ ρουθούνια ἐλαφρῶς διεσταλμένα, χείλη πού, λίγο νὰ τὰ ἔγλειφε, ἀστράφτανε σὰν πρώιμα κεράσια, δέρμα σταρένιο κι ἁπαλὸ σὰν τὸ βελοῦδο καὶ κορμὶ λιανό, ἀλλ’ ὄχι κοκαλιάρικο, σβέλτο κι ἀνάερο, κορμὶ γαζέλας πάλι.περιττὸ νὰ πῶ ὅτι τὴν ἐρωτεύθηκα ἀμέσως μόλις τὴν εἶδα. 

Τὸ σύντομο διάστημα ποὺ μείναμε σ’ αὐτὴ τὴν κωμόπολη σημαδεύτηκε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν σφοδρὸ ἔρωτά μου γιὰ τὴν κατὰ ἕξι χρόνια μεγαλύτερή μου ἐξαδέλφη, καὶ ἀπὸ ἕνα ἄλλο γεγονὸς ποὺ μὲ τάραξε δυσάρεστα, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅτι μὲ κατατρόμαξε. 

Ἡ παραμονὴ τῆς ἀναχώρησής μας γιὰ τὶς Βοῦβες ἦταν Κυριακὴ καὶ ὁ θεῖος Σήφης, μετὰ τὸ ἀποχαιρετιστήριο δεῖπνο, μᾶς πῆγε σ’ ἕνα παραθαλάσσιο ζαχαροπλαστεῖο, νὰ μᾶς κεράσει μιὰ πάστα. Ἐκεῖ, πάνω σὲ μιὰ πρόχειρη ἐξέδρα, ἕνας «τραγουδιστὴς» ἐξ Ἀθηνῶν, μὲ ἕναν τόνο μπριγιαντίνης στὸ μαλλί, μὲ χαμόγελο κολγκέιτ καὶ φωνὴ ψαριοῦ, συνοδευόμενος ἀπὸ μιὰ ὀρχήστρα κυριολεκτικὰ γιὰ τὰ μπάζα, ὑποτίθεται ὅτι τραγουδοῦσε τραγούδια ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχή, στὴν Κρήτη, τὰ ὀνόμαζαν «εὐρωπαϊκά». Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ καθίσαμε στὸ τραπέζι μας, τὸ μάτι τοῦ λιμοκοντόρου δὲν ξεκόλλησε ἀπὸ τὴν ἐξαδέλφη μου καὶ τὴν ἀδελφή μου —ποὺ ἦταν ἐπίσης πολὺ ὄμορφο κορίτσι— κι ἔδειχνε, μὲ τὸν τρόπο του, πὼς ἀγνοοῦσε τὸ ὑπόλοιπο κοινὸ καὶ τραγουδοῦσε τὰ ἐρωτικὰ σιρόπια του μόνο γι’αὐτές. Ὁ μπάρμπας μου, φανερὰ ἐνοχλημένος, μόλις τελειώσαμε τὴν πάστα μας, πλήρωσε καί, πασχίζοντας νὰ κάνει χιοῦμορ, εἶπε: «Ἀρκετὰ μᾶς πῆρε τ’ αὐτιὰ αὐτὸς ὁ λαδοπόντικας! Πᾶμε σπίτι!» Καὶ πήγαμε σπίτι, ὅπου οἱ μεγαλύτεροι κοιμόνταν σὲ κρεβάτια καὶ οἱ μικρότεροι στρωματσάδα. Ἐμένα μοῦ ’χανε βάλει ἕνα στρωμάτσο στὸ καθιστικό τους. Στὸν τοῖχο, ἀκριβῶς πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι μου, κρεμόταν ἀπὸ ἕνα καρφὶ τὸ ἀπαραίτητο, γιὰ κάθε κρητικὸ σπίτι, δίκαννο.

Γύρω στὴ μία τὰ μεσάνυχτα, καὶ ἐνῶ ὅλοι κοιμόμασταν βαθιά, ἀκούστηκαν ἀπὸ τὸν δρόμο κάτι μεθυσμένες γαϊδουροφωνάρες, μὲ προεξάρχουσα ἐκείνη τοῦ λαδοπόντικα. Οἱ ἄλλες πρέπει νὰ ἀνῆκαν σὲ ντόπιους ντελικανῆδες, ποὺ ἤξεραν τὸ σπίτι τῆς ἐξαδέλφης μου καί, σουρωμένοι ὅπως ἦσαν, τὸν πήρανε μαζί τους γιὰ νὰ τῆς κάνουνε καντάδα. Ἀνάμεσά τους πρέπει νά’ταν καὶ τὸ πρόσωπο πού, ἀργότερα, ἔπαιξε ρόλο σημαντικότατο στὸ δράμα.Ξαφνικά, τὰ φῶτα ἀνάψανε κι εἶδα περίτρομος τὸν θειό μου νὰ εἰσορμᾶ, ξυπόλυτος καὶ μόνο μὲ τὸ σώβρακο, στὸ καθιστικό, νὰ ξεκρεμᾶ τὸ δίκαννο πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι μου, νὰ τρέχει στὴν ἐξώπορτα, νὰ τὴν ἀνοίγει, νὰ σηκώνει τὸ ὅπλο καὶ νὰ φωνάζει ἄγρια: «Ἀμέτε στὸ διάολο, κερατάδες, γιατὶ σᾶς τὴν ἄναψα!» Γιὰ μιὰ στιγμή, ἔπεσε νεκρικὴ σιγὴ κι ὕστερα ἀκολούθησε μιὰ χλαλοὴ ἀπὸ πνιχτά, τρομαγμένα λόγια κι ἀπὸ πόδια πού ’τρεχαν πανικόβλητα. ῞Ολ’αὐτὰ ἀσαφῆ καὶ μπερδεμένα, μέχρι ποὺ ἀκούστηκαν ἕνα ἀνατριχιαστικὸ «κράκ», μιὰ ξεψυχισμένη συγχορδία καὶ ἡ πονεμένη κραυγὴ τοῦ ἐξ Ἀθηνῶν Ἀρίωνα: «Γαμῶ τὸ κέρατό σας, κωλόπαιδα, πάει ἡ κιθάρα μου!»

Ὁ θεῖος Σήφης ἔμεινε γιὰ λίγο ἀκόμη στὸ πόστο του καὶ ὕστερα ἔκλεισε τὴν πόρτα, μπῆκε στὸ καθιστικό, κρέμασε τὸ δίκαννο στὴ θέση του, μοῦ χάιδεψε τὸ κεφάλι καί, πασχίζοντας νὰ χαμογελάσει, μοῦ εἶπε: «Κοιμήσου, ἀγόρι μου, μὴν ἀνησυχεῖς, τίποτε δὲν ἔγινε, κάτι λυσσασμένοι γάτοι ἦσαν καὶ τοὺς ἔδιωξα». Τὸ πρόσωπό του, ὅμως, ἦταν πέτρινο, τὰ μάτια του κάρβουνα ἀναμμένα. Μέσα σὲ ἐλάχιστα λεπτά, αὐτὸς ὁ πάντα γελαστὸς καὶ γλυκομίλητος ἄνθρωπος εἶχε μεταμορφωθεῖ σὲ θηρίο ἀνήμερο. Ἤμουνα σίγουρος πώς, ἂν οἱ μάγκες δὲν εἴχανε λακίσει, θὰ τοὺς τὴν εἶχε πράγματι ἀνάψει. πῶς, λοιπόν, νὰ κοιμηθῶ μὲ τέτοια λαχτάρα ποὺ πέρασα; Ἔμεινα ξάγρυπνος ὅλη νύχτα, ἀνυπομονώντας νὰ ξημερώσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν τόπο ἐκεῖνο.

Πέρασαν δύο χρόνια ἀπὸ τότε, χωρὶς νά ’χουμε νέα ἀπ’αὐτὸ τὸ σκέλος τοῦ σογιοῦ μας.περὶ τὰ μέσα τοῦ τρίτου χρόνου, ὅμως, ἦρθαν, μέσω Βουβῶν, κακὰ μαντάτα.Ἡ ἐξαδέλφη μου ἡ Ἀριάγνη ἦταν στὴ φυλακή. Εἶχε σκοτώσει, μὲ τὸ δίκαννο τοῦ πατέρα της (ἐκεῖνο ποὺ κρεμόταν πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλιου) τὸν πατέρα τοῦ ἐραστῆ της — σίγουρα κάποιου ἀπὸ κείνους τοὺς ντελικανῆδες τῆς ἀποτυχημένης νυχτερινῆς καντάδας. Ὁ λόγος; Ὁ αἰώνιος λόγος∙ ἡ κοπελιὰ ἦταν φτωχοπούλα, τὸ κοπέλι πλουσιόπαιδο καί, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν εἶχε χαλάσει καὶ τὴν ἀγαποῦσε, ὁ πατέρας του δὲν τὴν ἤθελε, ἐπ’ οὐδενί, γιὰ νύφη. Ἡ σχέση ἦταν γνωστὴ στὴν τοπικὴ κοινωνία καὶ ἡ κοπελιά, καθὼς καὶ ἡ οἰκογένειά της, ἀνεπανόρθωτα ἐκτεθειμένη. Τί ἄλλο, λοιπόν, μποροῦσε νὰ γίνει; Αὐτὸ ποὺ ἔγινε.

Ἡ ἀπάνω γειτονιά, ὅπου εἶχαν τὰ σπίτια τους οἱ πιὸ εὐκατάστατοι τῆς κωμόπολης, συνδεόταν μὲ τὴν παραλιακὴ κάτω γειτονιά, ὅπου κατοικοῦσαν οἱ δευτεροκλασάτοι κι οἱ τριτοκλασάτοι, μ’ ἕναν κανονικὸ ἀλλὰ κάπως μακρὺ δρόμο καὶ μ’ ἕνα νεροφάγωμα ποὺ τὸν χειμώνα γινόταν χείμαρρος, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄνοιξη καὶ μετὰ ἦταν ἕνα ἀρκετὰ φαρδύ, σύντομο καὶ ἀνθοστόλιστο μονοπάτι, πλαισιωμένο ἀπὸ φουντωτὲς πικροδάφνες ἤ, μᾶλλον, σφάκες, ὅπως τὶς λὲν στὴν Κρήτη. Πίσω ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀνθισμένη σφάκα, ἕν’ ἀπομεσήμερο τοῦ Μάη, ἔστησε, μὲ τὸ δίκαννο, καρτέρι ἡ Ἀριάγνη στὸν πατέρα τοῦ χαλαστῆ της. Ἤξερε τὶς συνήθειές του καὶ δὲν χρειάστηκε νὰ περιμένει πολύ. δὲν εἶχε περάσει οὔτε ἕνα τέταρτο, ὅταν ἄκουσε τὴ φοράδα του νὰ τριποδίζει πάνω στὰ χοχλάδια τοῦ μονοπατιοῦ. Βιάστηκε ὅμως νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν κρύπτη της καί, ἐπειδὴ ἡ μεταξύ τους ἀπόσταση ἦταν ἀκόμη μεγάλη, ἡ πρώτη μπαλοθιὰ ποὺ ἔριξε ἀστόχησε. Τὸ ἄλογο, ὡστόσο, τρομαγμένο, σηκώθηκε στὰ πισινά του πόδια κι ἔριξε χάμω τὸν ἀναβάτη του, ποὺ πρόλαβε μονάχα νὰ φωνάξει: « Ἴντα διάολο κάνεις, μωρὴ κουζουλή; !». Ἡ κουζουλὴ ἤτανε κιόλας ἀπὸ πάνω του καὶ τοῦ ’ριχνε ἄλλη μιὰ στὴν κοιλιὰ καί, ἀφοῦ ξαναγέμισε τὴ θαλάμη, τὸν ἀποτέλειωσε μὲ μιὰ τρίτη, τὴ χαριστική, σχεδὸν ἐξ ἐπαφῆς, στὴν κεφαλή. Ὕστερα, πῆγε καὶ παραδόθηκε, μαζὶ μὲ τὸ ὅπλο, στὴ χωροφυλακή.

Αὐτὰ εἰπώθηκαν στὴν ἀνάκριση καὶ στὴ δίκη, ποὺ ἔγινε στὰ Χανιά, καὶ ἡ πράξη της χαρακτηρίστηκε «φόνος ἐκ προμελέτης, ἰδιαζόντως εἰδεχθής». Ἡ ποινή, ὡστόσο, ποὺ τῆς ἐπέβαλαν ἦταν μᾶλλον ἐπιεικής, καθότι τὸ δικαστήριο τῆς ἀναγνώρισε, ὡς ἐλαφρυντικά, «τὸν πρότερον ἔντιμον βίον της, τὸ νεαρὸν τῆς ἡλικίας της, τὴν ἔκθεσίν της, μετὰ τὴν ἀποπλάνησίν της, εἰς τὴν τοπικὴν κοινωνίαν, καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἀμέσως μετὰ τὸ ἔγκλημα, παρεδόθη αὐτοβούλως εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξέφρασε εἰλικρινῶς τὴν μεταμέλειάν της». παρ’ ὅλ’ αὐτά, σύμφωνα μὲ πληροφορίες ποὺ συνέλεξα πολὺ ἀργότερα, καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς δίκης δὲν κύλησε οὔτ’ ἕνα δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια της, δὲν ράγισε οὔτε μιὰ στιγμὴ ἡ φωνή της. Τὸ κοινὸ ποὺ παρακολουθοῦσε τὴ διαδικασία εἶχε μείνει ἄναυδο ἀπὸ τὴν ἀξιοπρεπὴ θλίψη της καί, βεβαίως, ἀπὸ τὴν ἔκπαγλο ὡραιότητά της (ὑποθέτω καὶ οἱ δικαστὲς τὸ ἴδιο). Τὴν κατεδίκασαν, λοιπόν, σὲ ὀκτὼ μόνο χρόνια καὶ τὴν ἐνέκλεισαν σὲ μιὰ ἀθηναϊκὴ φυλακή, ἀπ’ ὅπου, ἐπειδὴ δούλευε καὶ ἡ διαγωγή της ἦταν ἄψογη, ἀποφυλακίστηκε ἕνα Σάββατο, μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια. 

Τὴν ἑπομένη κιόλας, τὴν Κυριακή, ἡ φόνισσα, ἡ Ἀγνή, ἐπέρασε ἀπ’ τὸ σπίτι. Ἤμασταν οἱ μόνοι συγγενεῖς, ἀπ’ τὴ μεριὰ τῆς μάνας της, ποὺ εἶχε στὴν Ἀθήνα. Μετὰ ἀπὸ τοὺς σχετικοὺς ἐναγκαλισμοὺς καὶ ἀσπασμούς, εἶπε : «Βγῆκα χτές», χωρὶς νὰ ἀναφέρει ἀπὸ ποῦ, «κι εἶπα νὰ περάσω νὰ δῶ τί κάνετε». «Καλὰ ἔκαμες, παιδί μου», εἶπε ἡ μάνα μου. « Ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι σου κι ἂν θὲς νὰ μείνεις, θὰ βολευτοῦμε∙ ἔχουμε ἕνα ραντζάκι». Ἡ Ἀγνὴ ἔριξε μιὰ ματιά, γύρω γύρω, στὸ μοναδικὸ δωμάτιό μας κι ἀποκρίθηκε: «Ὄχι, θειά, εὐχαριστῶ∙ εἴσαστε στενάχωρα ἐδῶ∙ δὲν θέλω νὰ σᾶς γίνω φόρτωμα.Μὴν ἀνησυχεῖς, ἔχω ποῦ νὰ μείνω∙ μένω κιόλας ἀπὸ χτὲς ἐκεῖ, σ’ ἕνα φιλικὸ σπίτι». Ἡ κουβέντα ποὺ ἀκολούθησε, μὲ τὴ συμμετο χὴ καὶ τῆς ἀδελφῆς μου (ὁ πατέρας μου ἔλειπε στὸ καφενεῖο) διακοπτόμενη, συχνὰ πυκνά, ἀπὸ μεγάλες σιωπὲς ἀμηχανίας, ἦταν κυριολεκτικὰ περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων, ἕνα συνονθύλευμα κοινοτοπιῶν καὶ ἀσήμαντων πληροφοριῶν. Μὲ ἄλλα λόγια, τῆς βγάλαμε γλυκό, τῆς βγάλαμε καὶ μέντα, μὰ γιὰ τὸ φονικὸ δὲν εἴπαμε κουβέντα. Ἐγὼ καθόμουν σιωπηλὸς καὶ τὶς ἄκουγα ἤ, μᾶλλον, κοίταζα κλεφτὰ τὴν ἐξαδέλφη μου καὶ μάτωνε ἡ καρδιά μου. Ἦταν ἀκόμη ἐκθαμβωτικὰ ὡραία, ἀλλὰ δὲν εἶχε πιὰ ἐκείνη τὴ δροσιὰ τοῦ πρώιμου κερασιοῦ, ἐκείνη τὴν ἀνάερη χάρη τῆς γαζέλας. Ἤτανε μόλις εἴκοσι τριῶ χρονῶ, ἀλλ’ εἶχε τὴ θωριὰ γυναίκας ποὺ πολλὰ εἶχε δεῖ καὶ πάθει, ποὺ εἶχε φάει τὴ ζωὴ ἢ τὸν θάνατο μὲ τὸ κουτάλι.

Κάποια στιγμή, ἔνιωσα νὰ γκρούβομαι. Βρῆκα μιὰ δικαιολογία γιὰ νὰ βγῶ στὴν αὐλὴ καὶ ἀπὸ κεῖ στὸν δρόμο, ὅπου, καθὼς δὲν ἤμουνα Φροσὶ μὲ δάκρυ θαλασσί, ἀλλὰ ἕνας ἄγριος ἔφηβος δεκαεφτὰ χρονῶ, ἄρχισα νὰ κλωτσάω, μὲ λύσσα, ὅποια πέτρα ἔβρισκα μπροστά μου. ῞Οταν γύρισα στὸ σπίτι, ἡ Ἀριάγνη εἶχε φύγει ἀπὸ ὥρα καὶ οἱ γυναῖκες συζητοῦσαν, τώρα, γιὰ τὸ φονικὸ καὶ τὴ φόνισσα.

Μετὰ ἀπὸ κείνη τὴν κυριακάτικη συνάντηση, μὲ γλυκὸ καὶ μέντα, δὲν ξαναείδαμε τὴν Ἀριάγνη∙ μάθαμε ὅμως, ἕναν χρόνο ἀργότερα, ὅτι παντρεύτηκε κάποιον Διονύση, Κρητικὸ ἐπίσης, ποὺ ἐξέτινε ποινὴ φυλάκισης στὴν ἀντρικὴ πτέρυγα τῆς ἴδιας φυλακῆς, γιατὶ εἶχε σκοτώσει τὴ γυναίκα του, ὅταν τὴν ἔπιασε, ἐπ’ αὐτοφώρῳ, νὰ τονε κερατώνει.Κατὰ τὶς πληροφορίες, τὸ εἰδύλλιο πλέχτηκε, μᾶλλον, μέσω τοῦ τηλεγράφου τῶν βλεμμάτων καὶ ἀνταλλαγῆς ἐπιστολῶν, μὲ τὴ βοήθεια κάποιου πληρωμένου δεσμοφύλακα, ποὺ δὲν ἀποκλείεται νὰ ἦταν κι αὐτὸς Κρητικός. Τὸ γεγονὸς εἶναι, πάντως, ὅτι ἀποφυλακίστηκαν σχεδὸν ταυτόχρονα καὶ παντρεύτηκαν.

῞Οσοι ἀγαποῦν τὴ δουλειά μου λένε ὅτι τὰ καταφέρνω ἀρκετὰ καλὰ στὴν ἀνατροπὴ ποὺ ἐπέρχεται, σχεδὸν πάντα, στὸ τέλος τῶν ποιημάτων μου ἢ τῶν ἱστοριῶν μου. Σ’ αὐτὴν ὅμως τὴν ἱστορία, ἡ μαστόρισσα τῆς ἀνατροπῆς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή, γιὰ νὰ δικαιωθεῖ ἔτσι ἡ ρήση: «Ἡ ζωὴ ἀντιγράφει τὴν τέχνη». Καὶ ἐξηγοῦμαι : πέρασαν κι ἄλλα χρόνια, κάμποσα χρόνια, μέχρι ποὺ ἕνας θειός μου ἦρθε ἀπὸ τὴν Κρήτη στὴν Ἀθήνα γιὰ ἰατρικὲς ἐξετάσεις. Τότε, ἀπὸ τὸ στόμα αὐτοῦ τοῦ καθ’ ὅλα σοβαροῦ καὶ μετρημένου ἀνθρώπου, ποὺ πάντα ζύγιζε τὰ λόγια του καὶ ποτὲ δὲν ξεφούρνιζε εἰκασίες καὶ πλάσματα τῆς φαντασίας του, μάθαμε τὴ φοβερὴ ἀλήθεια. 

Τὸ φονικὸ ποὺ φορτώθηκε στὴν πλάτη της ἡ γαζέλα μου δὲν τὸ εἶχε διαπράξει ἡ ἴδια, ἀλλὰ ὁ πατέρας της, ὁ μπαρμπα-Σήφης, πού, ἐκείνη τὴ νύχτα τοῦ 1953, εἶχε μεταμορφωθεῖ, ἐν μιᾷ στιγμῇ, ἀπὸ γλυκομίλητο καὶ ἥμερο ἀνθρωπάκι σὲ ἔξαλλο, ἀνήμερο θεριό.Ἀφοῦ, γιὰ μιὰ γελοία καντάδα, ἦταν ἕτοιμος νὰ ρίξει στὸ ψαχνὸ μὲ τὸ δίκαννό του, φαντάζεσθε πῶς θὰ ἔνιωσε ὅταν ἔμαθε ὅτι ἡ κόρη του εἶχε χαλαστεῖ ἀπὸ ἕνα πλουσιόπαιδο καὶ ὅτι ὁ πατέρας του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἐπανορθώσει. πρέπει νὰ ἔγινε ἑκατὸ φορὲς πιὸ πολὺ θηρίο ἀπ’ ὅ,τι ἐκείνη τὴ νύχτα τοῦ ’53∙ πρέπει ὅμως νὰ σκέφτηκε, ἐπίσης, πώς, ἂν πήγαινε φυλακή, ποὺ σίγουρα θὰ πήγαινε, ἡ οἰκογένειά του θὰ καταστρεφόταν. Τί θά ’καναν ἕξι θηλυκὰ μόνα τους στὸν κόσμο; Κι ὅταν θά ’βγαινε ἀπὸ τὴ φυλακή, τί θὰ γινόταν; Μήπως θὰ σταματοῦσε ἐκεῖ τὸ πράγμα; Ἡ ἄλλη μεριὰ δὲν θὰ ζητοῦσε ἐκδίκηση, δὲν θ’ἄρχιζε βεντέτα; Ἂν ὅμως ἔκανε τὸ ἔγκλημα ἡ ἴδια ἡ ἀτιμασμένη, ὄχι μονάχα θὰ ἀποκαθίστατο τόσο ἡ δική της ἡ τιμὴ ὅσο κι ἐκείνη τῆς οἰκογενείας, ἀλλὰ θὰ ἀποκλειόταν, ἔτσι, καὶ ὁποιαδήποτε πιθανότητα βεντέτας. Θὰ πήγαινε βέβαια φυλακή, θὰ γινόταν ἐξιλαστήριο θύμα, ἀλλὰ ποιός τῆς ἔφταιξε πού, σὰν πουτάνα, πῆγε κι ἄνοιξε τὰ σκέλια της σ’ ἐκεῖνο τὸ τσογλάνι. Ἔπρεπε κι αὐτὴ νὰ πληρώσει. 

Πῆρε, λοιπόν, τὸ δίκαννό του ὁ μπαρμπα-Σήφης καί, σέρνοντας τὴν κόρη του ἀπ’ τὰ μαλλιά, τράβηξε, δίχως νὰ τοὺς δεῖ κανείς, γιὰ τὸ μοιραῖο μονοπάτι μὲ τὶς ἀνθισμένες σφάκες. Ἡ ἐκτέλεση ἔγινε μπρὸς στὰ τρομαγμένα μάτια, μάτια γαζέλας, τῆς Ἀγνῆς. Ὕστερα, τῆς ἔβαλε στὰ χέρια τὸ ὅπλο καὶ τὴν ἔστειλε στὴ χωροφυλακὴ νὰ ὁμολογήσει τὸ ἔγκλημά της.


Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
1. «Cavalleria cretese» = κώδικας κρητικῆς τιμῆς (κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὴν «Cavalleria rusticana» =
κώδικας χωριάτικης τιμῆς), ἀριστουργηματικὸ διήγημα τοῦ Giovanni Verga 1840-1922, πάνω στὸ ὁποῖο βασίστηκε ἡ γνωστὴ ὄπερα τοῦ Pietro Mascagni.
2. «Καὶ μία, τρεῖς! αὐτὴ εἶναι γιὰ τὸ σπίτι ποὺ μοῦ στόλισες». Πρόκειται γιὰ τὰ λόγια ποὺ ξεστόμισε ὁ κερατωμένος Ἄλφιο, ἐνῶ μὲ μιὰ τρίτη μαχαιριά, στὸν λαιμό, ἀποτέλειωνε τὸν Τουρίντου, τὸν ἐραστὴ τῆς γυναίκας του.
3. Τῆς ἀντεκδικήσεως ἐξαιροῦνται, ὡς γνωστόν, οἱ γυναῖκες καὶ τὰ ἀνήλικα παιδιά.

_____________________________________________
Ευχαριστούμε τις εκδόσεις Κίχλη για το υπέροχο καλοκαιρινό τους δώρο, να μοιραστούν μαζί μας αυτό το διήγημα.

1 σχόλιο: