Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Για τον ποιητή Κώστα Κρυστάλλη (1868 - 1894)



(Το κείμενο εμπεριέχεται στην εγκυκλοπαίδεια Δωδώνη  Τόμος Α’ – Έκδοση Γ’, 1959-1960, Κώστας Κρυστάλλης - παρουσίαση)

Έλεγαν οι αρχαίοι ότι τα φύλλα της ιερής δρυός στη Δωδώνη, είχαν μαντικό ψίθυρο. Ο Δίας, «πατέρας ανδρών και θεών» και η Διώνη, «της Αφροδίτης η μητέρα»  έδινε με τον ψίθυρο εκείνο τους θεϊκούς χρησμούς τους. Και αργότερα, όταν ο ψίθυρος δεν επαρκούσε πια για το πλήθος των χρησμών, οι Κερκυραίοι αφιέρωσαν στο πανάρχαιο μαντείο της Ηπείρου ένα της τέχνης του επινόημα – το περίφημο Χαλκείον – για να αυξήσουν την ηχητική χρησμοδοσία.




Έπειτα οι χρόνοι και οι άνθρωποι, βαρβαρικοί πέρασαν από την τραχεία χώρα του Τομάρου για να αφανίσουν το Δωδωναίο ιερό, και οι χρησμοί του έπαυσαν για πολλούς αιώνες να ζωογονούν την λιπόθυμη Ελληνική ψυχή. Αλλά, οι δρύες οι ηπειρώτικες διασώθηκαν, για να ψιθυρίζουν μέσα στη σιωπή εβδομήντα ρημαγμένων πόλεων, τους ήχους αρμονίας και μυστηρίου, μέχρις ότου νέοι Σελλοί γεννήθηκαν, για να τους ερμηνεύσουν σε διηγήσεις, παθιασμένους στίχους, ωραιότητα και ζωή. Η πλούσια ηχητική γλώσσα, οι φυσιολατρικοί μύθοι και τα τραγούδια της Ηπείρου βγήκαν έτσι από τον άφθονο ψίθυρο των ηπειρωτικών δασών, όταν ξαναβρέθηκαν εκεί Έλληνες να τα ακροαστούν. Και κατόπιν, καθώς εκείνο το Χαλκείον, το παλαιό αφιέρωμα της Κέρκυρας, ήρθε από την ίδια ελληνική νήσο η Τέχνη να συμπληρώσει πάλι και να πλουτίσει τον πρωτόγονο ήχο, να βοηθήσει τους νέους Σελλούς, τους χρησμοδότες όχι πλέον του Δία και της Διώνης, αλλά του Απόλλωνα και της Μούσας, δηλαδή τον Βηλαρά, τον Ζαλοκώστα, τον Βαλαωρίτη και τον Κρυστάλλη, τον χαρακτηριστικότερο από όλους, αυτόν κυρίως, που δύναται να θεωρηθεί ως η γενναιότερη και ωραιότερη απήχηση της ηπειρωτικής ψυχής.

Ο ποιητής, αυτό είναι το επίθετο, που του ανήκει, ο εθνικός μάλιστα ποιητής, ο απροσποίητης ζωγράφος των Ελληνικών τοπίων, ο τραγουδιστής των βουνών και των αγρών, του χωριού και της στάνης, ο αφελής υμνητής πάτριων άθλων κατά τους τρόπους των δημοτικών μας τραγουδιών και με το ύφος, τη γλώσσα, τη σκέψη, το αίσθημα, τις αντιλήψεις, την αληθινή διάθεση του Ελληνικού λαού – ό,τι δανείζεται από τη συγγραφική φιλολογία και την ποίηση τη δική μας, γιατί της ξένης λίγα πρόφτασε να γνωρίσει και από δεύτερο χέρι, είναι τόσο μικρό και συνήθως τόσο καλά προσαρμοσμένο με τον πλούσιο Εθνικό θησαυρό, που υπήρχε στην ψυχή του, ώστε δεν διακρίνεται σχεδόν το δάνειο. Και κάποτε, όπως συμβαίνει με τους καλούς ποιητές, η μίμησή του φτάνει να γίνεται καλύτερη από το πρωτότυπο. Ποιος μπορεί να πει π.χ. ότι πρώτοι αυτοί οι ρομαντικοί του στίχοι στις Σκιές του Άδη είναι κατώτεροι από τα Βαλαωρίτικα πρότυπα που μιμούνται;


Μια Απριλιάτικη βραδιά, μια νύχτα αστερωμένη
Ψηλά στου Πίνδου τα βουνά μονάχος μου καθόμουν.
Και κοίταζα τον ουρανό και κρυφοσυλλογιόμουν,
Πως ζει ο δόλιος άνθρωπος, πως ζει και πως πεθαίνει.

Από τη σκέψη κάποτε με ξύπναγε μια βρύση,
Σιμά μου, που ‘χυνε νερό σαν το μαργαριτάρι
Και με τις πέτρες μίλαγε μουρμουριστά. Με χάρη
Το ωχρό φεγγάρι άρχιζε να γέρνει προς τη δύση.

Άλλη φωνή δεν άκουγα, παρά στον λόγγο πέρα,
Φώναζε ο μαύρος κόρακας και το βουνό βογγούσε
Απ’ τη βραχνή του τη φωνή. Η λίμνη κρεμούσε
Κι αντάρα από τα Γιάννενα σήκωνε στον αιθέρα.

Ρίχνω στα Γιάννενα ματιά και βλέπω όλο μαυρίλα,
Κι φαίνονταν εδώ κι εκεί οι φέξες αναμμένες,
Σαν να ήτανε κωλοφωτιές στον λόγγο σκορπισμένες.

Και δεν είναι ασύγκριτα καλύτεροι της ελληνικής μετάφρασης του Δάντε, από την οποία εμπνεύστηκε, οι στίχοι του στο Δεύτερο Άσμα των Σκιών του Άδη, όπου παρουσιάζει ο ποιητής την πεθαμένη μητέρα του να τον οδηγεί στον Άδη;

Έφευγε εκείνη και κοντά εγώ την ακολουθάω.
Περνάμε λόγγους και βουνά, περάσαμε λαγκάδια,
Ποτάμια, λίμνες, θάλασσες. Περάσαμε λιβάδια
Και φτάσαμε στο αχανές και φτάσαμε στο Χάος.

Μια θύρα εκεί θεόρατη υψώνονταν μεγάλη,
Που αγγελούδια φύλαγαν τα φύλλα της τα μαύρα.
Μπαίνουμε μέσα, κτήρια είδαμε τότε μαύρα,
Που μέσα του βασίλευε κρύα σιγή μεγάλη.

Ή μήπως δεν είναι αρτιότεροι των Παρασχικών ή Βαλαωρίτικων στίχων, τους οποίους παρακολουθούν οι στίχοι του Ηπειρώτη ποιητή στον Καλόγηρο της Κλεισούρας του Μεσολογγίου;

Κι ο γέροντας Καλόγηρος με τα χλωμά τα χείλια
Ψέλνει για τον Εσπερινό με λιγωμένους ήχους.
Σταυροκοπιέται, απόψαλλε και βγαίνει στην αυλή.
Θωράτε του. Παράκαιρα τον γέρασαν οι πόνοι.
Το ανδρειωμένο του κορμί, που ‘ναι σκυφτό πολύ,
Οι πίκρες του το λύγισαν, οι πόνοι όχι οι χρόνοι…

Και παρακάτω, όχι κατά εκλογή, γιατί όλοι του έργου αυτού οι στίχοι έχουν ίση περίπου αξία και αυτή τη μορφή, γιατί όλοι οι στίχοι αυτού του έργου έχουν ίση περίπου αξία και τη μορφή των σποραδικών ελλείψεων και χαλαρότητας, ως προς την έκφραση.

Το Μεσολόγγι το μικρό, κι εκείνο στοιχειωμένο,
Ατάραχο στα κύματα τα Τουρκικά βαστιέται.
Χιμάει το ασιάρι πάνω του, τσακίζεται σκορπιέται,
Χίμηξε ως τώρα τρεις φορές, και πάλι τώρα, πάλι,
Για να χιμήξει σήκωσε ολόρθο το κεφάλι…

… Από στεριά και πέλαγο το ζώνουν ολοένα,
Πως ζώνουν το άστρο σύννεφα βαριά και πυκνωμένα,
Κι από τα παλικάρια του γυρεύουν τα κλειδιά.
Άστρο κι εκείνο ήτανε τότε για την Πατρίδα,
Για την Ελλάδα έλαμπε χρυσή κι εκείνο ελπίδα.

Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι, όσο προχωρά η ποιητική εξέλιξη Κρυστάλλη, και ήταν δυστυχώς ολιγόχρονη, τόσο και απομακρύνεται από τη μίμηση, τόσο και παίρνει το δρόμο του δημοτικού μας τραγουδιού όχι μόνο ως προς την έκφραση, αλλά και στο αίσθημα και στη σκέψη. Μόνο κάποιες αναλαμπές από το ζώπυρο ηλιοβόλημα των κλασικών μας αριστουργημάτων, τον Όμηρο ιδίως, τους τραγικούς, τον Θεόκριτο, φυσικά συγγενές με τη δημοτική μας ποίηση δίνουν μια υποκειμενική φωτεινότητα στα τελευταία ποιήματα του Κρυστάλλη, που χρησιμεύουν από την κατά επίγνωση εκλογή και χρήση μιας έμφυτης ποιητικής καλαισθησίας.

Μόλις πέντε χρόνια, αφ’ ότου ο μαθητής πρωτοέγραψε στίχους, του έφτασαν για να ανυψωθεί τόσο, να γράψει τα καλύτερα μας ποιήματα του είδους, τα δροσερότερα ίσως όλων, όσα παρήγαγε η νεοελληνική φιλολογία ως τώρα. Το 1886, είχε δημοσιεύσει τις «Σκιές του Άδη»  το 1889 τον «Καλόγηρο της Κλεισούρας του Μεσολογγίου» και το 1890 υπέβαλε σε έναν ποιητικό διαγωνισμό τα Αγροτικά» του, τα οποία οι κριτές επαίνεσαν μόνο και δεν τα βράβευσαν, γιατί … είπαν: «η πολλή προσήλωση στα δημώδη πρότυπα ζημιώνει τον ποιητή, ο οποίος, φαίνεται, δεν έχει χειραφετηθεί ακόμη, ώστε να ανοίξει τα φτερά του ελεύθερα προς το ευρύ και ποικίλο κόσμο της ποίησης».

«Τα μάτια της ψυχής μου» ένα από τα πρώτα έργα του Κ. Παλαμά και «Τα Ερείπια του Ιωάννη Πολέμη βραβεύτηκαν τότε, οι δε κριτές «προέτρεψαν τον χαρίεντα (;) ποιητή των «Αγροτικών» να δοκιμάσει στο στάδιο (;) της γλώσσας την έμπνευση του δαιμονίου του». Και όμως, όλα εκείνα τα ποιήματα του νέου ποιητή έχουν όχι μόνο έμπνευση αληθινή, αλλά και πρωτοτυπία και πλούτο γλωσσικό και μορφή, που απομένει ως σήμερα πρότυπο στη φιλολογία μας.

Οι ρυθμοί, οι παραδόσεις, τα παραμύθια, οι πίστεις του Ελληνική λαού ζουν μέσα στα ποιήματα αυτά κι εμφανίζονται θαυμαστά, περίλαμπρα, σε συνδυασμούς γοητευτικής ωραιότητας και δροσερής ακμής. Οι τότε κριτές βρήκαν να ξεχωρίσουν προς απλό έπαινο μερικά μόνο, αλλά η ανάγνωση όλης της συλλογής των «Αγροτικών» εμβάλλει σε απορία, για ποιόν τάχα λόγο προέκριναν τα αναφερθέντα, ενώ όλα γενικά είναι ισάξια και, κάποια μάλιστα, παρουσιάζονται χαρακτηριστικότερα και πλέον έντονα. Το «τραγούδι του πιστικού» π.χ., που έχει το έξοχο αυτό εύρημα μορφής στην αρχή του, είναι από τα αριστουργήματα του Κρυστάλλη.

-Βάρα, Στρατή, τα πρόβατα κι ανέβαστα στη ράχη,
Και μη σουράς παράωρα, μην τραγουδάς τη νύχτα,
Γιατί ξυπνάει ο Δράκοντας στης ποταμιάς τα δέντρα,
Ξυπνάει της βρύσης το Στοιχειό και του βουνού η Νεράιδα,
Και της σπηλιάς η Μάγισσα κι έρχονται και μας πνίγουν.
-Πατέρα πώς να μη σουρώ, πώς να μην τραγουδήσω,
Που ‘χω μαράζι στην καρδιά και πόνο, που με τρώει;

Ανώτερη ακόμη Ελληνική μπαλάντα ωραίας αφήγησης, τραγικότητας και μορφής, είναι το ποίημα «Η Πεντάμορφη»  όπου η κοινή φήμη της πεντάμορφης πλέκεται με πλήθος παραμυθιών, παραδόσεων, εικόνων, συνηθειών του δημοτικού μας τραγουδιού, για να πλησιάσει ένα δράμα τραγικής φρίκης, την απιστία της συζύγου και του ενόχου αδελφού. Ο πλέον άγνωρος, ο πλέον πεζός αναγνώστης είναι αδύνατο να μη συγκινηθεί από την έξοχη αυτή ποιητική σύνθεση, που αρχίζει:

Ήταν δυο αδέρφια γκαρδιακά και αγαπημένα.
Ο πρώτος κόρη αγάπησε ξανθή και μαυρομάτα,
Και ήρθε καιρός και σμίξανε και βάλανε στεφάνια.
Μήνες και χρόνια πέρασαν, ακέρια χρόνια πέντε,
Κι ο παντρεμένος θέλησε στα ξένα να μισέψει.
Και κάλεσε τον αδερφό και χωριστά του λέει,
-Βουλιέμαι, αγαπημένε μου, στα ξένα να μισέψω…

Και τελειώνει:

… Ο αφορισμένος σου αδερφός και η σκύλα σου η γυναίκα
Για να γλιτώσουν σ’ έστελναν για τα Χρυσά τα Μήλα,
Που τα φυλάει ο Δράκοντας, να χάσεις τη ζωή σου
Και σαν γύρισες με αυτά, σε πήραν στο κυνήγι,
Κι εκεί σε σκότωσε ο αδερφός, στον ύπνο το γλυκό σου.
Τώρα, αρματώσου γρήγορα κι ανέβα στο άλογό σου,
Και σύρε εκεί και σκότωσε και κάνε τους κομμάτια,
Και γύρνα, την Πεντάμορφη γυναίκα σου να πάρεις.


Τέτοιοι είναι οι στίχοι των «Αγροτικών»  για τους οποίους ο εισηγητής της επιτροπής έκρινε καλό να κάνει γλωσσικές συστάσεις και να δώσει οδηγίες στον ποιητή. Ευτυχώς, ο τόσο πλούσια προικισμένος με τη φαντασία και τους γλωσσικούς θησαυρούς, καθόλου δεν επηρεάστηκε από την παραγνώριση και τις οδηγίες, τα δε ποιήματα που έγραψε μετά από λίγο και που τα έβαλε ομοίως σε έναν διαγωνισμό το 1895, αποτελούν συνέχεια και εξέλιξη των «αγροτικών». Έτυχαν και αυτά μόνο κάποιον έπαινο, καθώς βραβεύτηκαν κάποιοι στίχοι στην καθαρεύουσα. Και ο Κρυστάλλης, δημοσιεύοντάς τα λίγο μετά με τον τίτλο «Ο Τραγουδιστής του χωριού και της στάνης» δεν ανέφερε καν τον έπαινο, αυτό ήταν μεγάλη περιφρόνηση και πολύ δίκαια προς τους διαγωνισμούς και τα κριτικά θέσφατα. Στα ποιήματα αυτά, που μας παρουσιάζεται αρτιότερος ο Κρυστάλλης, πιο πρωτότυπος, δυνατός στην εύρεση και τεχνίτης πλέον του στίχου και του ύφους, υπάρχει μεγαλύτερη η επίδραση των κλασικών, που προανέφερα. Το θαυμάσιο «Κέντημα του μαντιλιού»  για παράδειγμα, μας θυμίζει αχνά στην περιγραφή του, ανάλογους ομηρικούς στίχους. Κάτι από την ειδυλλιακή ποίηση του Θεοκρίτου και του Μόσχου έχουν  «Το Ηλιοβασίλεμα»  «Ο Τρύγος»  «Το Τραγούδι του Αργαλιού» κ.α.

Όμοια, και οι άλλοι στίχοι του, όσοι δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά και ημερολόγια, καθώς και όσοι είδαν το «Φως μετά θάνατον»  είναι ωραία και αληθινά ποιήματα. Το «τραγούδι της βρύσης»  η «Αρπαγή»  στο «Σταυραητό»  η «Γκόλφω» (που δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή, με τον τίτλο «Ψωμοπάτης») κτλ.

Το λίγα πεζά που έγραψε ο Κρυστάλλης σε μορφή διηγήματος είναι επίσης σχεδόν όλα ποιήματα λαμπρής λυρικής σύνθεσης και καλής εκτέλεσης. Μας δείχνουν επιπλέον ότι και χωρίς τη βοήθεια του μέτρου και του ρυθμού μεταχειρίζονται με θαυμάσια αισθητική τη νέα μας γλώσσα, είχε μάλιστα συγγραφικό ύφος δικό του, που απομένει ακόμα και σήμερα αξιομίμητο κατά πολλά υπόδειγμα.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου