Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Ο Νικόλαος Πολίτης και οι νεράιδες μέσα από τις παραδόσεις



Από το βιβλίο: Νικόλαος Γ. Πολίτης, «Παραδόσεις - τόμος Α΄ - Νεράιδες»


Η ΝΕΡΑΪΔΟΠΑΡΜΕΝΗ

Μια γυναίκα θέριζε μια φορά με την κόρη της στο χωράφι. Εκεί, σηκώνεται ένας μεγάλος ανεμοστρόβιλος και η μάνα έσκυψε, η κόρη, όμως, δεν ήθελε να σκύψει. Την πήραν, λοιπόν, οι Νεράιδες και την πήγαν σε ένα βουνό και την κρατούσαν μαζί της. Κι εκεί ήταν κι ένας γέρος και ήθελε να τους φύγει. Εκείνες, όμως, τον έπιασαν και τον περιόρισαν να μη φεύγει.
  
Ο ΝΕΡΑΪΔΟΠΑΡΜΕΝΟΣ

Ένας μια φορά κοιμόταν στο χωράφι του και ήρθαν τρεις Νεράιδες και ήθελαν να τον πνίξουν, αλλά εκεί που πήγαιναν να τον πνίξουν, πέρασαν από τον δρόμο δύο γυναίκες και τον ξύπνησαν. Σηκώθηκε αυτός και πήγε στο σπίτι του. Το μεσημέρι, όμως, ήρθαν οι Νεράιδες από έξω από το σπίτι του και τον πετροβολούσαν. Όταν άκουσε αυτό, άρχισε να γυρίζει γύρω – γύρω όσο που έπεσε ζαλισμένος κάτω, κι έμεινε εκεί όσο που έφυγαν οι Νεράιδες. Τότε, σηκώθηκε, ήταν όμως κακά. Τον ορμήνεψαν να πάει τακτικά τρία Σάββατα στον εσπερινό, το έκανε κι έγινε καλά.




Ο ΧΩΡΙΑΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΡΑΪΔΕΣ

Ένας χωριάτης μια φορά έβρισκε πάντα ανακατωμένα τα δεμάτια του στο αλώνι, τα έφτιαχνε με τάξη, μα και πάλι, ύστερα από λίγο τα έβρισκε πεσμένα χάμω. Ρώτησε τους γειτόνους του, ποιος να είναι εκείνος που του ρίχνει τα δεμάτια, κι ένας από αυτούς του λέει πως θα είναι οι Νεράιδες και πως πρέπει για να τις πιάσει να βάλει τα δεμάτια στο αλώνι γύρω και να μπει αυτός στη μέση και όταν θα έρθουν οι Νεράιδες και αρχίσουν να χορεύουν, να αρπάξει εκείνης που θα σέρνει τον χορό το μαντήλι που θα έχει στο χέρι της.

Ο χωριάτης έκανε καθώς τον ορμήνεψε ο γείτονάς του και όταν ήρθαν οι Νεράιδες και άρχισαν να χορεύουν, πετάχτηκε κι άρπαξε το μαντήλι της πρώτης του χορού. Οι άλλες έφυγαν. Μόνο η Νεράιδα που της πήρε το μαντήλι, του το γύρευε, και της το έδωσε με τη συμφωνία όμως να γίνει γυναίκα του. Δέχτηκε αυτή, τον παντρεύτηκε και του έκανε κι ένα παιδί.

Ύστερα ήρθαν οι άλλες Νεράιδες και της είπαν: «Γύρισε πάλι μαζί μας». Λέει «Δεν μπορώ γιατί έχω άντρα και παιδί. –Πάρε τους κι αυτή μαζί», της λένε εκείνες. Πήρε, λοιπόν, η Νεράιδα τον άντρα της και το παιδί της και πήγε μαζί τους στις Νεράιδες.
  


ΟΙ ΝΕΡΑΪΔΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΨΑΡΑ

Μια φορά ένας πήγε να ψαρέψει και πήρε μαζί του και το μικρό του παιδί. Αυτό, όμως, απόστασε στον δρόμο και αναγκάστηκε και το έβαλε πάνω σε ένα δέντρο και του είπε: «Κάτσε φρόνιμα εδώ πάνω, παιδί μου. Όταν γυρίσω θα σε κατεβάσω». Σε λίγο, εκεί που καθόταν το παιδί στο δέντρο, ήρθαν δύο κόρακες και το παρακάλεσαν να τους μοιράσει ένα κομμάτι κρέας και το παιδί του το μοίρασε.

Ύστερα, ήρθαν Νεράιδες και πήραν το παιδί και το πήγαν σε μια σπηλιά, έπειτα πήγαν στη μάνα τους και της λένε: «Βρήκαμε ένα παιδί. –Πού το βάλατε; -Σε μια σπηλιά. –Σύρτε και φέρτε το μου». Πήγαν αυτές κι έφεραν το παιδί στη μάνα τους κι έμεινε μερικό καιρό μαζί τους. Όταν όμως μια από τις Νεράιδες εκεί που λουζόταν τη βρήκε αστροπελέκι και τη σκότωσε, λέει η Νεραϊδομάνα: «Αυτό το πάθαμε για το παιδί που έχουμε μαζί μας. Πάρτε το, λοιπόν, και πηγαίνετέ το στον τόπο που το βρήκατε, γιατί αλλιώς θα μας σκοτώσει ο Θεός».

Οι Νεράιδες πήραν, λοιπόν, το παιδί και το έβαλαν πάλι στο δέντρο που το είχαν παρμένο και όταν γύρισε ο πατέρας του από το ψάρεμα, το κατέβασε από το δέντρο και το πήρε στο σπίτι και σαν έφτασαν στο σπίτι, τα ομολόγησε το παιδί όλα όσα έπαθε.
  


ΟΙ ΝΕΡΑΪΔΕΣ ΣΤΟΝ ΜΥΛΟ

Ήταν μια φορά μια γυναίκα και είχε δύο τσούπες, κι έστειλε τη μία στον μύλο να αλέσει. Όταν έφτασε η τσούπα στον μύλο δεν βρήκε τον μυλωνά μόνο ήταν μέσα Νεράιδες και την πήραν και τη στόλισαν σα νύφη. Σε λίγο έφυγαν οι Νεράιδες και πήγαν να φέρουν κι άλλες κι άφησαν την τσούπα μονάχη στον μύλο με μια γριά Νεράιδα. Εκείνη, όμως, την κατάφερε τη γριά να την αφήσει να φύγει, η γριά τη βοήθησε μάλιστα να φορτώσει το αλεύρι στο μουλάρι και τράβηξε αυτή τον δρόμο της και πάει.

Όταν γύρισαν πίσω οι Νεράιδες στον μύλο και δεν βρήκαν την τσούπα, έτρεξαν και την πρόφτασαν στον δρόμο. Και σαν είδαν το φορτωμένο μουλάρι (η τσούπα ήταν πεσμένη ανάμεσα στα σακιά) έλεγαν αναμεταξύ τους: «Να το ένα σακί, να και το άλλο σακί, να και το απανωγόμι. Πού είναι η τσούπα;». Και όσο έκραζε ο μαύρος κόκοτος έφευγαν από το μουλάρι και όσο έκραζε ο άσπρος γύριζαν πάλι. Έτσι, έφτασε η τσούπα στη μάνα της με τα νυφιάτικά της, χωρίς να πάθει τίποτα. Τότε, είπε και η άλλη τσούπα στη μάνα της: «Θέλω κι εγώ τώρα να πάω στον μύλο με το μουλάρι να αλέσω». Όταν, όμως, πήγε στον μύλο, την άρπαξαν οι Νεράιδες κι έπιασαν και τη σκότωσαν.


ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΩΝ ΝΕΡΑΪΔΩΝ

Μια γυναίκα πήγε μια φορά στα χωράφια. Εκεί που πήγαινε σκόνταψε σε Νεράιδες που έτρωγαν και τους χάλασε την ησυχία. Εκείνες θύμωσαν και της έδωσαν ξύλο και της πήραν και τον νου της. Για να γιατρευτεί πήγε με μία άλλη γυναίκα στο μέρος που απάντησε τις Νεράιδες. Εκεί, άναψαν φωτιά, έβαλαν και τα τρία κουλούρια αλειμμένα με μέλι κι έφυγαν. Τότε, τους έριξαν πέτρες οι Νεράιδες, και σαν κατάλαβε αυτό η παρμένη, έσκυψε και γύρισε για να τις δει κρυφά, αλλά γι’ αυτό που έκανε πέθανε αμέσως.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου