Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Της Άρτας το γεφύρι

Το κείμενο που ακολουθεί εμπεριέχεται στην Εγκυκλοπαίδεια Δωδώνη, Τόμος Α’ – Έκδοση Γ’, 1959-1960. Θ.Β., Της Άρτας το γεφύρι, ανάλυση

Είχε γίνει σκέψη να κατεδαφιστεί το ιστορικό γεφύρι της Άρτας, που συνδέει τις δύο όχθες του Αράχθου, και να αντικατασταθεί με άλλο που να πληροί τις σημερινές ανάγκες της συγκοινωνίας, εγειρόμενο πάνω στα θεμέλια του πρώτου. Βέβαια, το παλαιό γεφύρι έχει υποστεί τα τραύματα του χρόνου, η διάβαση με αυτοκίνητα είναι δύσκολη και οι μηχανικοί του δημοσίου συνέστησαν την κατασκευή νέου. Αλλά, το γεφύρι αυτό έχει ιστορική σημασία και η παράδοση το κατέστησε θρυλικό. Γι’ αυτό το γεφύρι έχουν πλαστεί δραματικοί μύθοι και η λαϊκή μούσα τους μετέφερε σε όλη την Ελλάδα. Η κατεδάφιση του προσκρούει στο κοινό αίσθημα και υπάρχει κάποια ελπίδα, ότι θα γίνουν σεβαστά και τα δικαιώματα της ιστορίας.

Πολλοί πιστεύουν ότι το γεφύρι αυτό κατασκευάστηκε επί των ρωμαϊκών χρόνων, επομένως είναι από τα αρχαιότερα μνημεία της Άρτας, γιατί το φρούριο της είναι μεταγενέστερο και οι σωζόμενες εκκλησίες της είναι Βυζαντινές.  Η γνώμη αυτή δεν φαίνεται ακριβής, καθώς η θεμελίωση της Άρτας είναι μεταγενέστερη και οι χρονογράφοι αναφέρουν ότι ιδρύθηκε αυτή κατά τον δέκατο περίπου αιώνα. Περί της παραγωγής του ονόματός της υπάρχουν πολλές εκδοχές. Ένας χρονογράφος της Ηπείρου αναφέρει ότι ο εξ Αγκώνος Κυριάκος επισκεπτόμενος την πόλη κατά το 1336, την ονομάζει Ακαρνανική Αράχθεια, ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ τοποθετεί αυτήν εκεί όπου άλλοτε ήταν η αρχαία Αράχθεια, εξάγει δε το συμπέρασμα, ότι έλαβε το όνομα αυτό από την παραφθορά του ονόματος αυτού. Ο άλλοτε Αθηνών Μελέτιος δεν αποδέχεται τη γνώμη του Πουκεβίλ, αλλά υποστηρίζει ότι η λέξη Άρτα προήλθε από του ποταμού Αράχθου και ότι εγέρθηκε επί του Αμφιλοχικού Άργους. Κατά τον χρονογράφο, όμως, της Ηπείρου, η Άρτα έλαβε το όνομα αυτό από την άφθονη παραγωγή σιτηρών, από τα οποία εξοικονομούσαν τον άρτο του πολλές πόλεις της Ακαρνανίας και της Ηπείρου, γιατί μέχρι σήμερα τραγουδιέται στην Ήπειρο το δίστιχο:

Η Άρτα ‘ναι χρυσός μπαξές, κλουβί με πέντ’ αηδόνια,
Και όποιος την κατηγορεί, να του κοπούν τα πόδια.

Έτσι, πιστεύεται ότι το όνομα της ιστορικής πόλης προέρχεται από τη λέξη άρτος. Με αυτό το όνομα αναφέρεται από το 1081 από την Άννα Κομνηνή, ενώ κατά τον Η’ αιώνα ο μοναχός Πρόκολος την ονομάζει Ακαρνανία. Αλλά, η ιστορία της Άρτας είναι μακρά, τα δε περί της παραγωγής του ονόματός της γραμμένα είναι πάμπολλα, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ιδιαίτερη μελέτη.

Ούτε και στον χρόνο της έγερσης της γέφυρας αυτής δεν συμφωνούν οι χρονογράφοι της Ηπείρου. Κάποιοι θεωρούν ότι η γέφυρα κτίστηκε προ Χριστού από τους Ρωμαίους, ο άλλοτε δε Μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ υποστηρίζει ότι ανεγέρθηκε επί της εποχής του Δεσπότη της Ηπείρου, ότι η Άρτα ήταν πρωτεύουσα αυτής και πιθανώς υπό του Δεσπότη Μιχαήλ Β’. Αλλά, ο ίδιος ιστορικός Σεραφείμ Ξενόπουλος αναφέρει, ότι το γεφύρι πιστεύεται από όλους τους Αρταίους, ότι κτίστηκε κατά το 1666 από έναν Ηπειρώτη, παντοπώλη, τον Θιακογιάννη Γυφτόπουλο, διηγούνται δε την ιστορία της οικογένειάς του ως ακολούθως: Ο Αρτινός παντοπώλης αγόρασε από Αλγερινούς πειρατές καπάσσες (πιθάρια) ελαιόλαδου, τα οποία οι πειρατές είχαν ληστέψει από έναν έμπορο. Μέσα στα πιθάρια, όμως, βρήκε ελάχιστο λάδι αλλά άφθονο χρυσό, το οποίο είχε κρύψει το θύμα της ληστείας, κι έτσι απροσδόκητα ο παντοπώλης έγινε πλουσιότατος. Αυτός, για τη σωτηρία της ψυχής του και για να προσφέρει στους συμπατριώτες του εύκολη συγκοινωνία, κατασκεύασε στις δύο όχθες του ποταμού την περίφημη γέφυρα με τις τέσσερις αψίδες, από άριστους τεχνίτες.

Από την οικοδόμηση της γέφυρας αυτής, η οποία από τους ντόπιους θεωρείται αρχιτεκτονικό θαύμα, προήλθε το περίφημο δημοτικό τραγούδι, το οποίο από τριών αιώνων φέρεται στα στόματα των Ελλήνων, δημοσιεύτηκε δε σε όλες τις συλλογές δημοτικών τραγουδιών με τον τίτλο Της Άρτας το Γεφύρι. Η υπόθεση αυτού έχει ως εξής:

Χίλιοι τριακόσιοι κτίστες και εξήντα μαθητές τους άρχισαν την κατασκευή του, στην οποία εργάζονταν από το πρωί μέχρι το απόγευμα αδιάκοπα. Το άλλο, όμως, πρωί, όταν πρόκειται να αρχίσουν ξανά το έργο τους, έβρισκαν τα θεμέλια κατεδαφισμένα, ο δε αρχιμάστορας περιήλθε σε απελπισία. Η μάταιη αυτή προσπάθεια της θεμελίωσης του γεφυριού εξακολουθούσε επί μακρό χρονικό διάστημα, μέχρι που μια μέρα κάθισε στα θεμέλια ένα πουλί και με ανθρώπινη φωνή είπε στους κτίστες:

Μαστόροι όπου φτιάχνετε ετούτο το γεφύρι,
Αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γεφύρι δεν στεριώνει,
Ούτε άνθρωπο από ταπί, ούτε κάναν διαβάτη,
Μόνο του πρωτομάστορη να πάρτε τη γυναίκα.

Ο πρωτομάστορας ακούγοντας την προτροπή του πτηνού, την εξέλαβε ως κέλευσμα του Θεού και ως αναπότρεπτη θυσία προς θεμελίωση ενός έργου τέτοιας κοινωνικής ωφέλειας. Αποφάσισε τότε να θυσιάσει την αγαπημένη του γυναίκα στον κοινωνικό αυτό σκοπό και απέστειλε ένα από τους μαθητές του, για να τη φέρει. Ο μαθητής τη βρήκε «με μαλλάκια ξέπλεγα, τα χέρια στο κεφάλι» και της ανάγγειλε τον λόγο της μετάβασής του. Η ωραία γυναίκα έσπευσε στην πρόσκληση του συζύγου της και τον ρώτησε τι την θέλει. Αυτός προσποιήθηκε ότι έπασχε και ενώ αυτή τον περιποιόταν, αυτός άρπαξε τον ίσκιο της και τον στοίχειωσε στα θεμέλια της γέφυρας. Αφού πήρε έτσι από τον ίσκιο της το ανάστημά της, λέει:

Σύρε, κυρά μου, στο καλό και στην καλή την ώρα
Κι ως που να πάει στο σπίτι της πέφτει αποθαμένη.

Μετά το δραματικό αυτό επεισόδιο άρχισε η θεμελίωση του γεφυριού, το οποίο αποπερατώθηκε μετά από τρία χρόνια. Υπάρχει η παράδοση ότι το φάντασμα της πρωτομαστόραινας εμφανίζεται τις ανοιξιάτικες νύχτες με πανσέληνο στη γέφυρα και θρηνεί για τη χαμένη της νιότη. Διηγούνται, επίσης, ότι όταν διέρχονται τη γέφυρα αυτή ομάδες με μουσικά όργανα, οργανοπαίκτες, ολόκληρο το γεφύρι σείεται και τρέμει.

Η παράδοση από την οποία ανάβλυσε αυτό το ωραίο τραγούδι, ανάγεται στις αρχαιότατες εποχές των ανθρωποθυσιών για τη θεμελίωση μεγάλων κτηρίων. Αυτές οι ιδέες περί θυσιών εξακολουθούν μέχρι σήμερα στους λαούς, και μπορεί να μη θυσιάζονται μεν άνθρωποι, αλλά πάντως κατά τη θεμελίωση οποιασδήποτε οικοδομής, χύνεται το αίμα ενός πετεινού. Αυτός ο θρύλος περιβάλλει το ιστορικό αυτό γεφύρι, το οποίο ίδρυσε ο πλούσιος παντοπώλης της Άρτας από τους θησαυρούς, τους οποίους βρήκε στα πιθάρια τα αγορασμένα από τους Αλγερινούς πειρατές.

Ο Θιακογιάννης μάλιστα δέχτηκε τη συμμετοχή στις δαπάνες της κατασκευής του, τις προτεινόμενες από τους πλούσιους Οθωμανούς. Ένα γεφύρι που περικλείει τέτοιες παραδόσεις, αναδεικνύοντας και την αρχιτεκτονική των χρόνων της τουρκοκρατίας, θα είναι αδίκημα να πέσει από τη σκαπάνη των σύγχρονων αναγκών, οι οποίες δεν ενδιαφέρονται ούτε για την ποίηση, ούτε για τις παραδόσεις των λαών και αποβλέπουν μόνο στο πρακτικό όφελος. Ο νεότερος πολιτισμός ισοπεδώνει τα πάντα και κάτω από τον οδοστρωτήρα του εξαφανίζονται τα πάντα. Αλλά, η ιστορία και οι θρύλοι έχουν επίσης τα δικαιώματά τους, γιατί συνδέονται με τη ζωή και την ποίηση ενός λαού.




Εγκυκλοπαίδεια Δωδώνη, Τόμος Α’ – Έκδοση Γ’, 1959-1960
Θ.Β., Της Άρτας το γεφύρι, ανάλυση
Φωτογραφία: Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Ιστορικού Μουσείου
Γκραβούρα: W. Turner (1820) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου