Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Παραμύθι: Το τραγί του σπανού



Ένας σπανός κρατούσε στην αυλή του τα βράδια 5-6 κεφάλια γίδια. Κάποιος λύκος πονηρός μπήκε και του τα έφαγε όλα. Εκείνος πονηρεύτηκε περισσότερο από τον λύκο. Βρήκε την τρύπα από όπου μπήκε και την άλλη βραδιά έβαλε από τη μέσα μεριά ένα μεγάλο σακί, με το στόμα προς την τρύπα κι αυτός παραφύλαξε.

Ο σπανός γνώριζε τη λαιμαργία του λύκου, ταυτόχρονα και την όχι και μεγάλη εξυπνάδα του. Πραγματικά ο λύκος ήρθε. Έσκυψε στην τρύπα και σβαρίστηκε (έκανε έναn γύρο) προς την αυλή. Μπήκε έτσι στο σακί. Ο σπανός έδεσε το στόμιο του σακιού δυνατά και αύριο το πρωί βγήκε στο μεσοχώρι φωνάζοντας:

"Έχω ένα τραΐ (τράγο) που μουρκαλάει δυο φορές τον χρόνοοοοοοοοοοοο!"

Το ζήλεψε ένας μπέης που είχε τριάντα γίδια. Πλήρωσε δέκα μεντζίτια κι αγόρασε τον λύκο κλεισμένο στο σακί. Σύμφωνα με τις οδηγίες του σπανού, θα άνοιγε το σακί τη νύχτα και δε θα γύριζε τα μάτια να δει το «τραγί» γιατί θα το σκέλιζε!

"Έχουμε τριάντα γίδια. Θα γεννήσουν δυο φορές, θα μας γίνουν εξήντα κατσίκια. Και τριάντα γίδια που έχουμε, θα έχουμε το χρόνου ενενήντα κεφάλια…"

Το πρωί όμως βρήκαν τα γίδια όλα κομμένα από τον λύκο. Μονάχα μια κουτσοκέρατη κενούτα είχε γλιτώσει και κάθονταν συλλογισμένη στο βαλεροστάσι. Ο λύκος αναπαύονταν δίπλα στα ψόφια γίδια. Ο μπέης λύσσαξε από το γινάτι του, άρπαξε το μαχαίρι, καβαλίκεψε το άλογο και πήρε τρέχοντας το μοναδικό μονοπάτι του χωριού που οδηγεί στον μύλο. Ο σπανός όμως κατάλαβε τι τον περίμενε κι έφυγε με νύχτα προς τον μύλο.

"Γρήγορα, είπε στον μυλωνά. Δώσε μου τα φορέματά σου και πάρε τα δικά μου. Χτες πήρες του μπέη δυο οκάδες πλιότερο ξύδι κι έρχεται να σε σφάξει!"

Αφού άλλαξαν φορέματα, ανέβασε τον μυλωνά στον πλάτανο, τάχα να τον κρύψει, ενώ μόνος του ο σπανός αλευρώθηκε και με τα ξένα φορέματα έγινε αγνώριστος…

Έφτασε ο μπέης στον μύλο, καβαλάρης, όλος πείσμα για εκδίκηση.

"Πέρασε κανένας από ‘δω; ρώτησε τον μυλωνά".
"Πέρασε, μπέη μου. Να ‘τος που ‘ναι. Κι ο σπανός του έδειξε τον μυλωνά πάνω στον πλάτανο".

Ο μπέης κατέβηκε από το άλογο, έβαλε το μαχαίρι στο στόμα του κι άρχισε να ανεβαίνει στον πλάτανο. Ο πραγματικός μυλωνάς φοβισμένος από την οργή του μπέη, άρχισε να τον παρακαλεί:

"Δυο οκάδες σου πήρα, μπέη μου, σου δίνω πέντε…"
"Τι δυο οκάδες ορέ παλιοτόμαρο. Τριάντα γίδια μου ‘φαγε το τραΐ σου ορέ..!"
"Όχι, μπέη μου, εγώ δεν έχω γίδια και τραγιά, εγώ είμαι ο μυλωνάς".

Κι ενώ ο μπέης ανέβαινε στον πλάτανο να πιάσει τον δυστυχισμένο μυλωνά, υποψιάστηκε για μια στιγμή από τα λόγια του κι έστριψε το κεφάλι του προς τα κάτω. Είδε τον σπανό, που τον είχε νομίσει για μυλωνά, να ανεβαίνει στο άλογο του μπέη και να τρέχει προς την ποταμιά. Ο μπέης κατέβηκε γρήγορα και δοκίμασε να τρέξει πίσω του. Όμως στα χαμένα. Ο σπανός πήρε τη στροφή κι εξαφανίστηκε πίσω από τις ιτιές… Έφτασε στην κοντινή πόλη, πούλησε και το άλογο του μπέη, ενώ ο μπέης γύρισε στεναχωρημένος και ντροπιασμένος στο χωριό. Από τα ενενήντα γίδια που θα είχε την άλλη χρονιά, του απόμεινε η κουτσοκέρατη κενούτα.



Από τη συλλογή του Νάτση Μπόλου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου