Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Γιώργος Χριστογιάννης, η ξενιτιά στην ελληνική ποίηση

Αναχώρηση, χωρισμός, μισεμός

Όλοι μας ζήσαμε την οδυνηρή στιγμή του χωρισμού από την πατρίδα, από τα αγαπημένα πρόσωπα και πράγματα. Όλοι γευτήκαμε τη στυφή και πικρή γεύση της αναμονής μέχρις ότου ένα πλοίο, ένα τρένο ή αεροπλάνο μας απομακρύνει από τον τόπο που δεθήκαμε σωματικά και ψυχικά.

Την έντονη λύπη, τον βαθύ ψυχικό πόνο βλέπουν κυριαρχικό συναίσθημα οι ποιητές μας την ώρα του χωρισμού. Λύπη που ξεκινάει από τη συγκρατημένη θλίψη του πρόσκαιρου χωρισμού για να φτάσει σταδιακά στον σπαραξικάρδιο πόνο του χωρισμού που ισοδυναμεί με ζωντανό θάνατο. Γύρω από αυτό το κεντρικό συναίσθημα πλέκονται με λεπτότερους ιστούς παράπονα, ανησυχίες, αναμνήσεις, ελπίδες. Την έζησε πολύ και έντονα, την ώρα του χωρισμού, η ελληνική ποίηση και την μορφοποίησε σε πολλούς στίχους ελεγειακούς και δραματικούς. Διαβάζοντας αυτούς τους στίχους, ξαναζούμε την ώρα που σημάδεψε και τη δική μας ζωή: Τα πάντα έχουν τελειώσει και μας περιμένει η μεγάλη στιγμή. Το μυαλό, θαρρείς και  δεν ζει στο παρόν. Πότε γυρίζει βιαστικά και ανασκαλίζει ένα παρελθόν γεμάτο ευτυχισμένες αναμνήσεις και πότε ατενίζει το μέλλον με ανησυχία και αβεβαιότητα. Ο νους γαντζώνεται πεισματικά στην λαχταριστή, ξέμακρη και ευλογημένη ώρα του γυρισμού. Πόσο γρήγορα πετάει! Στην ψυχή νιώθεις ένα γιγάντιο, αγεφύρωτο κενό, ένα χάσμα που καταπίνει πρόσωπα και πράγματα. Οι αισθήσεις εξαϋλώνονται. Ο πόνος εξιδανικεύεται. Οι κινήσεις γίνονται μηχανικές και αυτόματες: χέρια που σφίγγονται, αγκαλιάζουν και αγκαλιάζονται με νευρικότητα. Απανωτά στεγνά φιλιά. Άσπρα μαντίλια που κομματιάζουν την όραση. Δάκρυα που την θαμπώνουν. Οι τελευταίες λέξεις που  δεν θα τις θυμηθεί κανείς πια. Και γύρω η βουβή παρουσία των αγαπητών προσώπων, που πνίγουν τους λυγμούς: οι γονείς, τα αδέλφια, η γυναίκα, τα παιδιά, η αγαπημένη. Να μπορούσες να τους πάρεις όλους μαζί σου. Όλους! Έτσι σφιχταγκαλιασμένους. Ένα σωρό ερωτηματικά, που σταλάζουν ένα – ένα με τα δάκρυα: θα τους ξαναδώ; Θα τους ανταμώσω πάλι όλους μαζί; Και πότε; Η αμφιβολία κυριαρχεί. Βλέπεις με αγωνία το πονεμένο πρόσωπο της Μάνας. Ω, πρέπει να την ξαναδείς! Πρέπει! Η μητέρα γίνεται η κεντρική, δραματική μορφή τη στιγμή του χωρισμού. Αυτή υλοποιεί και συμβολίζει τον βαθύ, μεγάλο πόνο. Τη μητέρα βλέπει ηρωίδα του αποχαιρετισμού και η Δημοτική μας Μούσα:

-Σ’ αφήνω γεια, μανούλα μου, σ΄ αφήνω γεια, μητέρα,
Έχετε γεια, αδελφάκια μου και σεις ξαδερφοπούλες.
Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θα πάω μακριά στα ξένα.
Θα φύγω, μάνα, και θα ‘ρθω, μα μην πολύ λυπάσαι.

Τη φυσική αδυναμία της μάνας, να τρέξει πίσω από το παιδί της, από το σπλάχνο της, μάχεται μια μεγάλη δύναμη που πλημμυρίζει τη μητρική ψυχή: η δύναμη της προσευχής και της ευχής. Η συντρόφισσα ευχή της θα είναι κοντά στο παιδί της, θα αντικαθιστά την ίδια, την τρυφερότητά της, τα χάδια της, τα φιλιά της:

-Παιδί μου, φύγε στο καλό, κι όλοι οι άγιοι κοντά σου
Και της μανούλας σου η ευχή να ‘ναι για φυλαχτό σου
Να μη σε πιάνει βάσκαμα και το κακό το μάτι.
Θυμήσου με, παιδάκι μου, κι εμέ και τα παιδιά μου,
Μη σε πλανέψει η ξενιτιά κι εμάς μας λησμονήσεις.

-Κάλλιο, μανούλα μου γλυκιά, κάλλιο να σκάσω πρώτα,
Παρά να μη σε θυμηθώ στα έρημα τα ξένα.

Σφιχτά δεμένη με την ευχή της μάνας είναι και η υπόσχεση του παιδιού, ότι δεν θα πιει το «νερό της λησμονιάς στα έρημα τα ξένα».

Η τραγική εικόνα του αποχωρισμού της μάνας από το παιδί που ξενιτεύεται, έχει δονήσει την ψυχή πολλών ποιητών μας. Ο Θρακιώτης ποιητής του περασμένου αιώνα, Γεώργιος Βιζυηνός, βάζει στο στόμα της μάνας αυτά τα πικρά λόγια:

Φουρτούνιασε η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά!
Είναι βουβά τα αηδόνια μας και τα ουράνια σκοτεινά,
Και η δόλια μου ματιά θολή, παιδί μου, ώρα σου καλή.

Είναι η καρδιά μου κρύσταλλο και το κορμί μου παγωνιά,
Σαλεύει ο νους μου σαν δεντρί που στέκει αντίκρυ στον χιονιά
Και είναι ξέθαμβο πολύ, παιδί μου, ώρα σου καλή!

Βουίζει το κεφάλι μου σαν του χειμάρρου τη βοή!
Ξεράθηκαν τα χείλη μου και μου εκόπηκε η πνοή
Σε αυτό το ύστερο φιλί, παιδί μου, ώρα σου καλή!

Να σε παιδέψει ο πλάστης μου, καταραμένη ξενιτιά!
Μας παίρνεις τα παιδάκια μας και μας αφήνεις στη φωτιά,
Και πίνουμε τόση χολή, όταν τα λέμε «ώρα καλή».

Ας αφήσουμε, όμως, και μια Ελληνίδα ποιήτρια, τη Μυρτιώτισσα, να μας μεταδώσει τον βαθύ μητρικό της πόνο για το ξενιτεμένο της παιδί. Νομίζω, ότι αυτές οι τρεις στροφές συμπυκνώνουν με άφατη ελεγειακή τρυφερότητα ολόκληρο το ατέλειωτο δράμα της μητέρας:

Χρυσό μου αγόρι, θέριεψε ο πόνος
Μες στη δοκιμασμένη μου καρδιά.
Για συλλογίσου! Πέρασε ένας χρόνο
Που μ’ άφησες να πας στην ξενιτιά.

Η ορφανή αγκαλιά μου σε γυρεύει
-φωλιά δίχως τη ζέστα του πουλιού-
Το στόμα μου για σε κρυφοσαλεύει
Κι ακούω τον κούφιο ήχο του φιλιού.

Μέρα τη μέρα σώνονται τα χάδια
Που γιόμιζαν για σε τα δυο μου χέρια,
Κι έτσι σφιχτοδεμένα τώρα κι άδεια
Μοιάζουν σαν να τα λάβωσαν μαχαίρια…

Λυρικότατος είναι και ο αγαπημένος ποιητής της παλιάς Αθήνας ο Ιωάννης Πολέμης στο ποίημά του «Μισεμός». Ο ποιητής υμνεί την ευχή της μάνας που αποχαιρετά το γιο της. Ευχή για να βρει την προκοπή στα ξένα, ευχή για να μην ξεχάσει τη μάνα και το πατρικό καλύβι. Και είναι τόση η λαχτάρα της να ξανανταμώσει το παιδί της, που η ευχή αντιστρέφεται και παίρνει τη μαύρη όψη της κατάρας για τον «απαρνητή της μάνας και της πατρίδας».

Μισεύεις για την ξενιτιά και μένω μοναχή μου.
Σύρε, παιδί μου, στο καλό και σύρε την ευχή μου!
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
Για χάρη σου να ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.
Τα δάκρυά μου να γενούν διαμάντια σ’ ό,τι αγγίσεις,
Και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μην στραγγίσεις…

Εκεί, παιδί μου που θα πας στα μακρινά τα ξένα,
Δίχτυα πολλά και ξόβεργες θα στήσουνε για σένα,
Η ελπίδα με τους πόθους της, το βιος με τα παλάτια
Και η ξεγελάστρα η ομορφιά με τα γλυκά τα μάτια…

Παιδί μου, αν τη μητέρα σου πάψεις να τη θυμάσαι,
Με δίχως βαρυγκόμηση συγχωρεμένος να ‘σαι,
Κι αν το φτωχό καλύβι μας ντροπή σου φέρνει ωστόσο,
Και πάλι θα ‘μαι πρόθυμη συγχώρεση να δώσω,
Μα αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
Να ‘ν’ η ζωή σου, όπου κι αν πας, αγκάθια και τριβόλοι.

Δίπλα στην πονεμένη μητέρα, ο ξενιτεμένος ποιητής Αλέξανδρος Πάλλης στο ποίημά του «Χωρισμός» βλέπει να στέκονται βουβοί, θλιμμένοι μάρτυρες και τα αδέρφια:

Στην πόρτα στέκει η μάνα μου και το άσπρο της το χείλι
Σαν φύλλο τρεμοσείνεται, σαν ψάρι που σπαράζει.
Η αδερφούλα μου, έχε γεια, μου λέει με το μαντίλι.
Μια το σαλεύει κι έπειτα στα μάτια της το βάζει.
Κι ο αδερφός μου ως τη γωνιά του δρόμου με πηγαίνει
Με πρόσωπο σαν χαρωπό, μ’ αθόλωτα τα μάτια.
Μα νιώθω, όταν μ’ αγκάλιασε, πως βράζει κι ανασαίνει,
Πως μέσα σπουν τα σπλάχνα του και γίνονται κομμάτια.

Η Ελληνική ποίηση δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορη και στο δράμα της χωρισμένης αγάπης. Είτε της αγάπης που ευλογήθηκε με τον γάμο, είτε και της αγάπης που έμεινε άκαρπο ειδύλλιο. Ο Μεγάλος Εθνικός ποιητής μας Διονύσιος Σολωμός, κατά την Μαρτυρία του Σπυρίδωνος Τρικούπη, το πρώτο ποίημα που έγραψε στην Ελληνική γλώσσα, το αφιέρωσε στην ξενιτιά. Είναι η πασίγνωστη, τόσο απλή και λυρική «Ξανθούλα»:

Την είδα την ξανθούλα,
Την είδα ‘ψές αργά,
Που εμπήκε στη βαρκούλα
Να πάει στην ξενιτιά.

Εφούσκωνε το αέρι
Λευκότατα πανιά,
Ώσαν το περιστέρι,
Που απλώνει τα φτερά.

Εστέκοταν οι φίλοι
Με λύπη, με χαρά
Και αυτή με το μαντίλι
Τους αποχαιρετά.

Κι αφού πανί, μαντίλι
Εχάθη στο νερό
Εδάκρυσαν οι φίλοι,
Εδάκρυσα κι εγώ.

Δεν κλαίγω τη βαρκούλα
Δεν κλαίγω τα πανιά
Μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα
Που πάει στην ξενιτιά.

Η αγάπη παρουσιάζεται παντοδύναμο συναίσθημα στην Ελληνική ποίηση. Απόλυτα κυριαρχικό. Έτσι και ο χωρισμός από την αγαπημένη είναι μια αστραπή που κόβει σύριζα το λουλούδι του έρωτα. Η ελπίδα δεν είναι εύκολο να το ποτίσει για να μείνει στη ζωή. Η τραγική αίσθηση του αιώνιου χωρισμού, του «ποτέ πια» σφραγίζει αυτούς τους στίχους του Γιώργου Καρατζά, που πέθανε το 1948, μόλις 36 χρονών.

Χωρισμός

Παιδεύεται να φύγει το μαντίλι
Που το σκληρό το χέρι τυραννάει.
-Για μια επιστροφή η καρδιά πονάει
Και το φιλί, νωπό, τρέμει στα χείλη.

Τη θέρμη του το χέρι σπαταλά,
Καθώς σπαράζει μέσα στη γαλήνη.

-Πόσο το δάκρυ θα ήταν καλοσύνη
Τα μάτια σα  δεν βάφτιζε θολά.

Σημάδι μόνο, χωρισμοί βουβοί,
Στο δειλινό να γράψουν μάταιο τόξο.
Τη σκέψη «ποτέ πια» να ‘ταν να διώξω
Και τα νερά από τα μάτια σου, ακριβή.

Λιγότερο ψύχραιμος ο Φαναριώτης ποιητής Ηλίας Τανταλίδης χάνει μαζί με τη «θεά» του και τα «μυαλά» του:

Η αποδημία της

Ώρα καλή σου!
Φεύγεις, θεά μου,
Και την καρδιά μου
Παίρνεις μαζί σου…

Την πήραν, πάει
Μες στα πελάγη
Τα μακρινά
Φεύγει, πεθαίνω
Παντοτεινά.

Α! Κωπηλάται,
Γυρίσετέ την,
Αφήσετέ την,
Πού με την πάτε;

Καραβοκύρη,
Για το χατίρι,
Να ζεις, εκείνης,
Πάρε κι εμένα
Απ’ τον λιμένα
Και μη με αφήνεις.

Φεύγει, την χάνω
Στο κύμα επάνω
Το κυανό.
Χάνω απ’ εμπρός μου
Το μόνον φως μου,
Χάνω τον νου.

Αλλά ο αδιόρθωτος Κωνσταντινουπολίτης! Μετά την αναχώρηση της θεάς του, δικαιολογημένος πια αφού έχασε τον νου, διακηρύσσει την περίεργη κάπως ερωτική σταθερότητά του:

Εις άστατον εραστήν

Μία μόνη σήμερ’ αγαπώ κι αύριο μίαν πάλι,
Περί μιας δε πάντοτε φωτιά τρέφω μεγάλη.
Και ούτω, λάτρης σταθερός, δεν αδικώ καμία,
Και όλ’ η σταθερότης μου υφίσταται στη μίαν.

Βαρύς ο χωρισμός από τη μάνα, από τη φαμίλια, από τη διαλεχτή της καρδιάς. Αβάσταχτος όμως είναι ο πόνος της γυναίκας που νιόνυφη ακόμα, με φρέσκα τα λουλούδια του υμεναίου, την αφήνει ο άνδρας της για να πάει στα ξένα. Η μαρτυρική μορφή της Πηνελόπης έγινε σύμβολο στην Ελληνική ποίηση. Νέα, όμορφη, περιτριγυρισμένη από μνηστήρες, υφαίνει στον αργαλειό το ατέλειωτο νήμα της υπομονής, αξιοπρεπής και πιστή στην ιδέα του Οδυσσέα της που κάποτε θα γυρίσει. Από αυτή την παραπονεμένη Πηνελόπη εμπνεύστηκε ο Αργύρης Εφταλιώτης.

Το τραγούδι του αργαλειού

Πέρνα, σαΐτα μου γοργή, με το ψιλό μετάξι,
Να ‘ρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά να αλλάξει.
Τάκου, τάκου, ο αργαλειός μου
Τάκου, κι έρχεται ο καλός μου.

Μαντίλι από το δάκρυσμα δεν του ‘μεινε στα ξένα
Αρχοντοπούλες τον ζητούν κι αυτός πονάει για μένα.
Τάκου, τάκου στην αυλή μου
Ώσπου να ‘ρθει το πουλί μου.

Εγώ το ‘φάδι θα γεννώ κι εκείνος το στημόνι
Που να μπλεχτεί μες το πανί και πια να μη γλυτώνει.

Κι ο άγνωστος δημιουργός του δημοτικού στίχου μας έχει ζωγραφίσει με όλο του τον σκληρό ρεαλισμό το δράμα της γυναίκας που παντρεύεται για να είναι ούτε παντρεμένη, ούτε χωρισμένη, ούτε χήρα. Το χρονικό της Ελληνικής Αποδημίας, ιδιαίτερα στην Αμερική, αριθμεί πολλές περιπτώσεις γυναικών που θυσίασαν τα δροσερά νιάτα, μερικές φορές και την υπέρτατη χαρά της μητρότητας, για να αφοσιωθούν σε έναν άντρα που έζησαν λίγες μέρες με την παρουσία του και χρόνια πολλά με τη σκιά του. Η δημοτική μας ποίηση, η τρανή και πηγαία λαλιά του λαού μας, θρηνεί τούτο το μαρτύριο της Ελληνίδας γυναίκας με αυτά τα λόγια:

Τριών μερών νεόνυμφη κι ο άντρας μου πάει στα ξένα,
Δώδεκα χρόνους έκανε στης ξενιτιάς τα μέρη.
Και η δόλια μοιρολόγαγε κι έχυνε μαύρα δάκρυα:
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
Να στείλω μοσχοστάφυλο κι εκείνο σταφιδιάζει.
Σηκώνομαι τη χαραυγή από τον μαύρο ύπνο
Και βγαίνω στην αυλόπορτα και βλέπω ολόγυρά μου
Χαρούμενες γειτόνισσες με τα παιδιά στα χέρια,
Με παίρνει το παράπονο και κάθομαι και κλαίω,
Γυρίζω πίσω, θλιβερά σφουγγίζοντας τα δάκρυα.
Βαρέθηκε η καρδούλα μου, βαρέθηκε η ψυχή μου,
Χωρίς άντρα στην αγκαλιά, χωρίς παιδί στα χέρια.

Η αναχώρηση δεν είναι μόνο χωρισμός από αγαπημένα πρόσωπα. Είναι μαζί και χωρισμός από μια ολόκληρη ζωή δεμένη με ορισμένο τόπο και με τα γύρω του άψυχα αντικείμενα. Η καρδιά του ξενιτεμένου, την πικρή ώρα του αποχαιρετισμού, αγκαλιάζει και τις φυσικές ομορφιές της πατρίδας του, τα συνηθισμένα πράγματα που αφήνει ίσως για πάντα. Το πατρικό σπίτι, το γραφικό σοκάκι της γειτονιάς, το δημοτικό σχολείο, τα καθημερινά έπιπλα, ο κήπος και τα ζωντανά – ο σκύλος, η γάτα, το άλογο – όλα αυτά είναι μικρές, αδιόρατες αλυσίδες που τον κρατούν δεμένο στη στεριά του τόπου του. Τα απαλόγραμμα βουνά, τα γαληνεμένα λιμανάκια, τα ανεμοδαρμένα πεύκα, τα αρχαία μάρμαρα, τα απέριττα ερημοκλήσια, το ρομαντικό ταβερνάκι, έχουν δεθεί στην ψυχή του ξενιτεμένου με αναμνήσεις αξεδιάλυτες.

Να, τώρα θυμάμαι τη στιγμή που έφευγα από την Αθήνα: Ξεκινώντας τα μάτια μου απόμειναν για λίγα λεπτά καρφωμένα στο τσιμεντένιο, ηλεκτρικό στύλο της γειτονιάς, όπου παίζαμε παιδιά το κρυφτούλι. Μέσα μου έλεγα και σε αυτό το άψυχο, πεζό πράγμα ένα θερμό «έχε γεια». Αυτός ο δυνατός δεσμός του προσώπου με τα καθημερινά πράγματα, με την γύρω του φύση, θραύεται απότομα την ώρα του χωρισμού. Το κενό που δημιουργείται είναι αγεφύρωτο και οδυνηρό.

Στην ξενιτιά  δεν σε παρακολουθούν μόνο τα δάκρυα των προσώπων, σε συνοδεύουν και τα άφωνα δάκρυα των πραγμάτων, τα lacrimae rerum του Λάμπρου Πορφύρα, του ποιητή που έδωσε στα ποιήματά του τόση μουσικότητα:

Άμοιρη! το σπιτάκι μας στοίχειωσε
Από την ομορφιά σου τη θλιμμένη.
Στους τοίχους, στον καθρέπτη, στα εικονίσματα
Από την ομορφιά σου κάτι μένει.

Κάτι σαν μόσκου μυρωδιά κι απλώνεται
Και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
Κάτι σαν φάντασμα θολό κι ανέγγιχτο
Κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.

Όξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
Δέρνει τη στέγη μας, κι αντάμα
Τα πράγματα που αγιάσανε τα χέρια σου
Αρχίζουν ένα κλάμα… κι ένα κλάμα…

Κι απ’ τη γωνιά, ο καλός της Λήθης σύντροφος
Τ’ αγαπημένο μας παλιό ρολόι,
Τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίγοντας,
Ρυθμίζει αργά, φριχτά το μοιρολόι…

Για να σμικρύνει τούτο το χάσμα, αυτό το κενό, ο Έλληνας που ξενιτεύεται, σέρνει μαζί του χίλια – δυο μικροπράγματα, άχρηστα μερικές φορές, πολύτιμα όμως γιατί διατηρούν τον δεσμό του με τη γη. Οι ελιές και το λάδι της Μεσσηνίας, τα σύκα της Κύμης, το τυρί του Παρνασσού, το μέλι του Υμηττού, η μαστίχα της Χίου, η σουμάδα της Νισύρου, το ούζο, ο τραχανάς, το χαμομήλι, η μολόχα, τέλος το «κάτι της πατρίδας» θα του φέρουν στην ξένη γη τη γεύση και την όσφρηση της αγαπημένης γης. Ένα τέτοιο θυμητάρι θέλει να πάρει μαζί του και ο ξενιτεμένος του αξέχαστου ποιητή του αθηναϊκού δειλινού, του Γιώργου Δροσίνη. Μα τούτη τη φορά δεν είναι μόνο θυμητάρι, είναι ιερό κειμήλιο φυλαχτό. Χώμα ελληνικό.

Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
Και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
Άφησε να πάρω κάτι από σένα
Γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη.

Άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω
Για την κάθε λύπη, κάθε τι κακό,
Φυλαχτό απ’ αρρώστια, φυλαχτό από χάρο,
Μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό…

Χώμα που ‘χει θάψει λείψανα αγιασμένα
Απ’ το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά,
Χώμα που θα φέρνει στον μικρόν εμένα
Θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά…

Η δική σου χάρη θα με δυναμώνει
Κι όπου κι αν γυρίσω κι όπου κι αν σταθώ
Συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη,
Πότε στην Ελλάδα πίσω θε να ‘ρθω.

Έτσι, κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω
Και το ξένο μνήμα θα ‘ναι πιο γλυκό
Σαν θαφτείς μαζί μου, στην καρδιά μου επάνω
Χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό!




Γιώργος Χριστογιάννης, «Ηπειρωτική Εστία» τεύχος 135, 7/1963


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου