Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Ένα μικρό ταξίδι στον χώρο του παραμυθιού



Σκοπός του κειμένου αυτού είναι να μπούμε μέσα στο παραμύθι, να γνωρίσουμε τα συστατικά του μέρη και να λογαριάσουμε, ας πούμε, την ωφελιμότητά του.

Όλοι μας έχουμε ακούσει παραμύθια και, κάποτε, μας άρεσαν πολύ. Και οι πιο πολλοί θα ξέρουμε κι από κανένα αν όχι περισσότερα όπως άλλοι. Αν όμως βρεθούμε μπροστά σε ένα περίεργο παιδάκι που να ζητάει να του εξηγήσουμε τι είναι το παραμύθι, για να το κατατάξει στο ειδικό «συρτάρι» των γνώσεών του, νομίζω είναι πιο δύσκολα τα πράγματα. Θα παραταχτούν δίπλα στη λέξη παραμύθι κι άλλες συγγενικές του λέξεις. Και πρώτα – πρώτα, η λέξη μύθος, η οποία εύκολα μπορεί να συγχωνευτεί στο παραμύθι αν δεν την προσέξουμε. Κι άλλες λέξεις θα έρθουν δίπλα η μια στην άλλη: π.χ. οι λέξεις θρύλος και παράδοση. Και οι τέσσερεις αυτές μπορεί να μας φανούν για μια στιγμή αδερφές. Μα κι αυτό αν δεν συμβεί θα δυσκολευτούμε να πείσουμε το παιδάκι για τη διαφορά τους.

Αν εξετάσουμε ετυμολογικά τη λέξη, βρίσκουμε πως είναι κάτι κοντά στον μύθο. Η πρόθεση παρα- που συνάπτεται στη λέξη μύθος εννοεί το πλησίον, το δίπλα στον μύθο. Δηλαδή το παραμύθι είναι κάποιο δημιούργημα της ανθρώπινης διάνοιας που έχει κάτι το κοινό με τον μύθο. Ενώ ο μύθος είναι μια ιστορία που αναφέρεται σε θεούς και ήρωες με υπεράνθρωπες δυνάμεις, που μπορούν να κάνουν τόσα πολλά και μεγάλα ανδραγαθήματα, αλλά και τόσο μεγάλα κακά, το παραμύθι είναι μια απλή λαϊκή διήγηση που στηρίζεται σε φανταστικά συμβάντα, τα οποία ούτε έχουν συμβεί ούτε μπορούν αν συμβούν ποτέ γιατί είναι ασυμβίβαστα με τους φυσικούς νόμους. Εκτός αυτού, στους μύθους από τα πανάρχαια χρόνια πρωταγωνιστούν τα ζώα. Όλοι μας θα έχουμε ακούσει κάποιον από τους μύθους του Αισώπου.

«Κόπιασε κυρά» είπε ο λύκος που δεν μπορούσε να βγει από τη φωλιά του στα γεράματά του, στην πονηρή αλεπού.
«Ναι, κουμπάρε» απάντησε η αλεπού «θα ερχόμουν, αλλά βλέπω τα ίχνη των ζώων που σε επισκέπτονται, μόνο να μπαίνουν στο αρχοντικό σου. Κανένα δε γυρίζει πίσω!..»

Άπειροί είναι οι μύθοι που αναφέρονται στην ελληνική μυθολογία και στις μυθολογίες άλλων λαών σχετικά με τις υπερφυσικές ικανότητες θεών και ηρώων οι οποίοι αποδείχτηκαν όχι ολοκληρωτικά αβάσιμοι. Ο κατακλυσμός του Νώε, ο Μωυσής περνά την Ερυθρά θάλασσα με τη μαγική ράβδο, είναι γεγονότα της εβραϊκής μυθολογίας με σχετικές επιστημονικές αλήθειες. Η προσπάθεια τους Δαίδαλου να δραπετεύσει από την Κρήτη με τον Ίκαρο, και η τότε προσπάθειά τους απτή πραγματικότητα. Είναι χιλιάδες οι Δαίδαλοι και Ίκαροι σήμερα που πετούν καθημερινά στην υφήλιο. Δυστυχώς και με πολλά αεροπορικά δυστυχήματα και όχι μόνο με έναν Ίκαρο. Όμως μόνον εκείνος έδωσε το όνομά του στην Ικαρία και στη θάλασσα, όπως και η Έλλη στον Ελλήσποντο, τον οποίο όσο και αν προσπαθούν οι Τούρκοι να τον πούνε «Δαρδανέλια» δε θα μπορέσουν ποτέ να του εξαλείψουν το πρώτο του όνομα που έδωσε ο μύθος του Φρίξου και της Έλλης.

Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα παραμύθια. Τα συμβάντα που περιγράφονται σε αυτά δεν έχουν καμιά επιστημονική βάση. Ποτέ δεν έχουν συμβεί και, όπως λέμε παραπάνω, ποτέ δεν πρόκειται να συμβούν. Είναι δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας για να ευχαριστήσουν τους μικρούς ακροατές και να τους διδάξουν την ηθική, την καλή συμπεριφορά και ανδρεία. Για να καταδικάσουν την κακεντρέχεια, τον φθόνο και την ζήλεια, τις κακές πράξεις.

Δεν είναι δυνατό να διατηρηθεί πυρακτωμένο το χαλινάρι ώρες ολόκληρες στο λόγγο, ως που να έρθει το ανύπαρκτο θεριό να πιει το κρασί, να μεθύσει και ύστερα να του το περάσει ο Μπιρμπιληγιαννάκης στον λαιμό και στο στόμα κοκκινισμένο! Και όμως κι εμάς, τόσο μεγάλοι τώρα, ακόμα μας αρέσει να το ακούμε κι ας είναι παραμύθι.

Και δυο λόγια για τον θρύλο και την παράδοση. Ο θρύλος είναι μια αβέβαιη φήμη. Είναι μια παλικαριά που τη ζεις, την ακούς και δεν την πιστεύεις γιατί μοιάζει το υπεράνθρωπο. Αν ακούσεις τις συντρόφισσες της Φάτο Μπερμπέρη να διηγούνται τη στιγμή που την πήραν οι γερμανοί να την εκτελέσουν, που ετούτες έκλαιγαν κι εκείνη τους έλεγε: «Ψηλά το κεφάλι! Ντροπή να κλαίτε! Φτύστε κατάμουτρα τον κατακτητή! Είναι άνανδρος! Τιμή μου να πεθαίνω έτσι! Γελάστε για γινάτι του!», θα νομίσεις, αναγνώστη μου, ότι τα παραλένε. Ακριβώς αυτό το απίστευτο είναι θρύλος.

Ή όταν «τρεις νέοι, τρεις ΕΠΟΝίτες» αντιστάθηκαν «σ’ ένα φουσάτο γκεσταπίτες» το 1944 στον Υμηττό, η λαϊκή μούσα έβαλε στο τραγούδι τους τον τίτλο «Σαν θρύλος». Πραγματικά απίστευτο!

«…Κι όταν στο γέρμα του ήλιου, αντρειωμένοι
Σίγησαν πια κι αυτοί, χωρίς πνοή
Προχώρησαν αργά, δειλοί, σκιαγμένοι
Οι πολιορκητές μες στη σιγή.
Σωρό τα πτώματα, ελέγανε θα βρούνε
Και βρήκαν μόνο τρία παιδιά!
Κατάπληκτοι τα βλέπουν κι απορούνε
Που θα ‘βγαινε μια τέτοια λεβεντιά;!»

Εύκολο είναι να καταλάβουμε ότι ο θρύλος δεν είναι παραμύθι, όπως ούτε και η παράδοση δεν είναι παραμύθι. Οι παραδόσεις μεταδίδονται από γενιά σε γενιά, αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, σε καθορισμένο τόπο και χώρο και είναι πιστευτές. Οι θρυλικές μάχες του Σκεντέρμπεη ενάντια στους Τούρκους, εκτός από το τι έγραψε η ιστορία, έχουν μεταδοθεί κι από γενιά σε γενιά και μπήκαν άλλες στο θρύλο και άλλες στην παράδοση. Δεν είναι παραμύθια.

Μα, επιτέλους, τόσο ευκαταφρόνητο είναι το «καημένο» το παραμύθι; Ναι. Πολλοί το έχουν περιφρονήσει σαν κάτι το ανώφελο, το χαμηλό, το επουσιώδες. Μάλιστα, μερικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητας αποκάλεσαν τα παραμύθια «γραώδη μυθεύματα», δηλαδή γεροντικούς μύθους για να μην τα έλεγαν απλά κουταμάρες. Όμως, αν θα ήταν έτσι, το μεγάλο κόσκινο της ζωής και της ιστορίας θα τα είχε περάσει πολύ εύκολα και δεν θα έμενε ως τώρα ούτε η λέξη παραμύθι.

Το παραμύθι μένει και είναι απαραίτητο. Αρέσει τόσο πολύ στα παιδιά και τα βοηθάει άλλο τόσο στην ανάπτυξη της φαντασίας του. Τα προετοιμάζει ψυχολογικά να «πιάσουν» αργότερα τα ιστορικά γεγονότα και τα εφοδιάζει με ένα σωρό διδαγμάτων και συμβουλών για τη ζωή τους.

Τι είναι, λοιπόν, το παραμύθι; Συγγραφείς αρμόδιοι έδωσαν αυτόν τον ορισμό: «Το παραμύθι είναι η πεζή λογοτεχνική αφήγηση του λαού, το διήγημά του, η νουβέλα του. Μοναδικός στόχος του είναι η ευχαρίστηση του ακροατών». Δεν θα κάναμε λάθος αν θα λέγαμε όχι μονάχα η ευχαρίστηση μα και η διαπαιδαγώγηση των ακροατών.

Αναφορικά με το σκελετό τους τα παραμύθια έχουν κάποιο πολύ κοινό στοιχείο: π.χ. «Μια φορά κι έναν καιρό» ή «Θα σας πω ένα παραμύθι, το κουκί και το ρεβίθι» κι ένα τέλος κοινό, π.χ. «Εκείνοι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα» ή «Και τώρα έρχομαι από εκεί…!» Το παραμύθι δεν είναι τόσο σύντομο όσο οι μύθοι και οι θρύλοι, όμως δεν καταπιάνεται με λεπτομέρειες περιγραφών ατόμων και γεγονότων και κάθε περιοχή έχει το δικό της τρόπο διήγησης.

Και κάτι άλλο κοινό έχουν τα παραμύθια. Ο Ν.Γ.Πολίτης, ο οποίος θεωρείται πατέρας και θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφίας αναφέρει πως «εκατομμύρια παραμύθια διαφόρων λαών, από το Θιβέτ και τις άκρες της Ιαπωνίας μέχρι την Αγγλία και την Ισλανδία, έχουν για βάση μονάχα οχτώ ως δέκα αρχικές ιδέες και μυθολογικές εικόνες για τα φυσικά φαινόμενα. Ο πυρήνας τους είναι ο ίδιος, αλλάζει μονάχα το ξετύλιγμα». Δηλαδή, το άλλο κοινό των παραμυθιών είναι οι κοινός περίπου σκελετός, πάνω στον οποίο κάθε λαός, αν θέλουμε και κάθε περιοχή, βάζει το δικό της φόρεμα.

Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τη Σταχτοπούτα, το τόσο γνωστό και τόσο κοινό αυτό παραμύθι. Είναι επινοημένο από τους αρχαίους χρόνους. Από την εποχή του Ψαμμήτιχου, βασιλιά της Αιγύπτου κατά τον 6ο αιώνα της παλαιάς εποχής. Λέγεται ότι ο Ψαμμήτιχος αυτός παντρεύτηκε τη Σταχτοπούτα, την οποία γνώρισε από το παπούτσι. Η Σταχτοπούτα του παραμυθιού των ημερών μας παντρεύτηκε το βασιλόπουλο το οποίο τη γνώρισε από την παντόφλα. Ποιο βασιλόπουλο; Κανένα βέβαια. Γιατί ούτε η Σταχτοπούτα υπήρχε ποτέ, ούτε κανένα βασιλόπουλο οργάνωσε δείπνα και χορούς για να γνωρίσει την καλύτερη κοπέλα. Υπήρχε μονάχα -υπάρχει και σήμερα- η ζήλεια κι ο φθόνος προς τον αγνό και τον καλύτερο, όπως ήταν η Σταχτοπούτα του παραμυθιού αγνή και καλύτερη από τις ετεροθαλείς αδελφές της, οι οποίες ήθελαν να τη μειώσουν και να την καταστρέψουν.

Αυτό μας μαθαίνει το παραμύθι. Η μοχθηρία κι ο φθόνος, όσο και αν επικρατήσουν δεν μπορούν να νικήσουν.

Άλλο παραμύθι είναι της Πούλιως και του Αστερνού, δηλαδή της Πούλιας και του Αυγερινού, σύμφωνα με το οποίο η Πούλιω κι ο Αστερνός ήταν δυο αδερφάκια που τα υποχρέωσε η κακία των γονιών τους να μεταβληθούν σε ζώα και να καταλήξουν στους αστερισμούς. Παραμύθι αυτό της Αστυπάλαιας των Δωδεκανήσων.

Θυμάμαι από την αγαθή γιαγιά μου τη Θοδώρω ένα παρόμοιο: «Ο Γιάννος και η Μαρούση» δυο αδερφάκια που έφυγαν από το σπίτι τους από φόβο μην τα έσφαζαν οι γονείς τους. Στον δρόμο ο Γιάννος δίψασε πολύ και ήπιε νερό σε γούρνα που είχε γίνει από οπλή αρνιού. Γι’ αυτό και ο Γιάννος έγινε αρνί.

Ενώ οι Γερμανοί έχουν παραλλαγή του ίδιου με τίτλο «Ο αδερφούλης και η αδερφούλα» σύμφωνα με το οποίο ο αδερφούλης μετατράπηκε όχι σε αρνί αλλά σε ζαρκαδάκι.

Κάθε λαός βάζει πρόσωπα και ζώα που συμπαθεί ή που γνωρίζει καλύτερα. Ποιος ξέρει αν η υπόθεση αυτή αποτελούσε θέμα παραμυθιού για τους Εσκιμώους, σε τι ζώο θα μετέτρεπαν τον Γιάννο. Ή σε τάρανδο ή σε φώκια!

Τα επεισόδια που αποτελούν το παραμύθι δεν έχουν σταθερή πλοκή. Συνδέονται μεταξύ τους αρκετά χαλαρά και αποτελούν μέρος σε πολλά άλλα παραμύθια, ασφαλώς προσαρμοσμένα με προσοχή στο καθένα. Κι όχι μόνο στο παραμύθι μα και στους μύθους και στις παραδόσεις, ακόμα και στα δημοτικά τραγούδια συναντούμε παραμυθιακά επεισόδια. Δεν μοιάζει λιγάκι η υπόθεση του τραγουδιού Τα τέσσερα, τα πέντε, τα εννιάδερφα, που έδεσαν τον Κώστα τον μικρότερο με σχοινί και τον έριξαν στο «πηγάδι των χιλίων οργιών» για να βγάλει νερό, με το παραμύθι Το μήλο της μηλιάς σύμφωνα με το οποίο κατέβηκε ο μικρότερος αδερφός με σχοινί στη μεγάλη τρύπα που οδηγούσε στον Κάτω Κόσμο; Υπάρχει κάτι το κοινό: Ο μικρότερος αδερφός, η μεγάλη τρύπα ή το βαθύ πηγάδι, δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας ανεπανάληπτα και ανεξάντλητα.

Το παραμύθι αποτελεί αναπόσπαστό κομμάτι της παράδοσης κάθε λαού, επομένως και του λαού μας, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του μεγάλο απολογισμό προς αυτή την κατεύθυνση. Πέρασαν από αυτά τα μέρη πολλοί ακάλεστοι ξένοι, οι οποίοι πολλές φορές στρογγυλοκάθισαν νομίζοντας πως θα έβρισκαν ζεστή γωνιά. Προσπάθησαν να εξαλείψουν πολλά από τη συνείδηση των προγόνων μας. Δεν το κατόρθωσαν. Και τον περασμένο αιώνα, και τον προπερασμένο, οι γιαγιάδες έτσι άρχιζαν τα παραμύθια: «Μια φορά κι έναν καιρό…» Έτσι τα αρχίζουν και τώρα. Έτσι θα τα λένε στα εγγονάκια τους και στον εικοστό πρώτον αιώνα. Και οι γιαγιάδες είναι σαν να αισθάνονται ευθύνη όσον αφορά το παραμύθι. Πρέπει χωρίς άλλο να διασκεδάσουν τα εγγονάκια τους με τα ευχάριστα παραμυθάκια. Και ικανοποιούνται σαν τα βλέπουν να κάθονται γύρω της σαν χελιδονάκια ακούγοντας τις περιπετειώδεις, κάποτε και ευτράπελες διηγήσεις της.


Η γιαγιά δεν τα έχει διαβάσει πουθενά αυτά τα παραμύθια της. Τα έχει ακούσει συνήθως από τη δική της γιαγιά. Και αυτή δεν τα γράφει πουθενά. Μόνο τα διηγείται. Έτσι, με τη διήγηση από στόμα σε στόμα, περνούν από τη μια γενιά στην άλλη. Κάπου και «πελεκούνται», κάπου και πλουτίζονται. Επόμενο είναι, κάθε εποχή θα βάλει την ορολογία της τουλάχιστον. Ευτυχώς ή δυστυχώς αυτό συμβαίνει. Ένα πράγμα μονάχα δεν ξέρει η γιαγιά. Δεν ξέρει πως με αυτόν τον τρόπο εκτελεί ένα πολύ σοβαρό καθήκον, διαιωνίζει την παράδοση – σιωπηρή παραγγελία της γιαγιάς της. Αυστηρή κληρονομιά και απαίτηση των προγόνων μας.


Θανάσης Μπόλος, «Πάντα επίκαιρα» 3/9/1989
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου