Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Η κουβέρτα



Την έπλεξε μια λεπτεπίλεπτη κινεζούλα. Ήταν η πρώτη της δουλειά σε αυτό το κλωστοϋφαντουργείο και είχε έγνοια μεγάλη για το κάθε της έργο. Η κινεζούλα ήταν μικρή, με λίγο ροζ στα μάγουλα, μικρά λεπτά δάχτυλα κι έπλεκε κουβέρτες. Τα μέτρα της κάθε κουβέρτας της φαίνονταν εξωπραγματικά, για γίγαντες. Όλη η δουλειά της θα κατέληγε στην Ευρώπη. «Τα κρεβάτια μας δεν είναι ίδια;» αναρωτιόταν.

Όταν ξεκινούσε το πλέξιμο, φανταζόταν τις ιστορίες που η γιαγιά της της έλεγε για ιπτάμενους δράκους και πριγκίπισσες που χόρευαν στον αέρα, για μαγεμένα σύννεφα και ατρόμητους πολεμιστές, για ζεν κήπους και απέραντους ορυζώνες. Κοιτούσε, τότε, πού και πού από το παράθυρο και νόμιζε πως έβλεπε στον ουρανό φορέματα και φλόγες.




Τα σχέδια που έπλεκε ήταν θαρρείς παραμυθένια. Κάπου οι ιστορίες, κάπου τα όνειρά της που μπερδεύονταν στα δάχτυλά της, έκαναν την κουβέρτα που έφτιαχνε να φαντάζει σαν χαλί μαγικό. «Η πρώτη μου κουβέρτα, η πρώτη πανέμορφη, λευκή, δαντελωτή κουβέρτα μου. Τέτοια δικιά μου και δεν έχω». Αν τη δώσει, θα είναι σαν να χαρίζει ‘δώ κι εκεί τα παραμύθια της. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Θα προσπαθήσει από εδώ κι εμπρός ό,τι φτιάχνει να μην το κεντάει με κλωστές παραμυθιών. Θα προσπαθήσει… Άραγε έχουν τιμή τα όνειρα;

Πήρε προσεχτικά την πρώτη της κουβέρτα και αφού έβαλε πάνω της την ετικέτα της επωνυμίας του κλωστοϋφαντουργείου, την αγκάλιασε και σαν κάτι να της ψιθύρισε. Μετά, την ξάπλωσε προσεχτικά μέσα στο μεγάλο σιδερένιο καλάθι, αυτό με τις ρόδες που περνούσε δίπλα από κάθε εργάτρια, και την αποχαιρέτησε με το βλέμμα της, μέχρι που το καλάθι χάθηκε πίσω από μια μεγάλη διπλή πόρτα.


Κάπου αλλού, χιλιάδες ναυτικά μίλια μακριά…

«Μια κουβέρτα. Αυτό που λείπει είναι μια κουβέρτα. Σερβίτσιο καλό εντάξει, παπλώματα δύο, σεντόνια αρκετά. Λείπει μια καλή κουβέρτα. Θα πάω να αγοράσω εκείνη τη δαντελωτή που είδα τις προάλλες στην αγορά. Πόσο ωραία θα είναι να ξαπλώνουμε πάνω σε αυτήν την παραμυθένια κουβέρτα. Δείχνει πανάκριβη και μονάκριβη μαζί. Εμπόριο και συναίσθημα, δεν ταιριάζουν. Θα πάω να ρωτήσω την τιμή της. Άραγε έχουν τιμή τα όνειρα;»

Επιστροφή στα λεπτά δάχτυλα…

«Είδα στον ύπνο μου την κουβέρτα μου, γιαγιά. Είδα που τη φορούσαν επάνω τους παιδιά και λιάζονταν στον ήλιο για ώρα. Όταν την έβγαλαν από πάνω τους, τα κορμάκια τους ήταν γεμάτα από τα σχέδιά της. Τα παραμύθια μου είχαν αποτυπωθεί πάνω στα παιδιά. Τα παιδιά ήταν τα παραμύθια μου. Τα έβλεπα που έτρεχαν χαρωπά σε απέραντους κάμπους, τα έβλεπα που τσαλαβουτούσαν χαρούμενα στα ποτάμια. Γιαγιά, άραγε έχουν τιμή τα όνειρα;» 


Σ.Π.Β.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου