Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Πόσο κάνει ένα παγωτό; - Από τη Στέλλα Παρασχά

«Ένα και ογδόντα, γιαγιά.» Ικανοποιημένη από την απάντηση, συνέχισε να απολαμβάνει το πρώτο παγωτό για εκείνο το καλοκαίρι. Τελευταία μέρα του Αυγούστου. Ίσα που πρόλαβε. «Ολόκληρο καλοκαίρι ζητάω από τον Γιώργο να μου φέρει και το ξεχνάει.» Γιώργος ήταν ο μπαμπάς, ένιωσα άσχημα, «ό,τι άλλο θέλεις, γιαγιά...», με έκοψε, «εντάξει είμαι, το έφαγα και ησύχασα».

Παγωτό ξυλάκι με επικάλυψη σοκολάτας και κρέμα βανίλια –τη νόστιμη, αυτή που τη λένε βανίλια Μαδαγασκάρης. Ταξίδι στην ανεμελιά –τότε που.  Το δυνατό σώμα της γιαγιάς αλώνιζε την Πολίχνη. Ο σφιχτός κότσος από γκρίζα μαλλιά έφτανε ως τη μέση όταν τον έλυνε. Λούσιμο, πλέξιμο, «σγουρά», έλεγε, «σαν τα δικά σου».

Στο περίπτερο της γωνίας χρειάστηκε να κονστοσταθώ, ήταν κι ένα ξυλάκι μηδέν τοις εκατό το οποίο απορρίφθηκε πάραυτα. Είναι αργά για διατήρηση της φόρμας, ε, γιαγιά;

Η γιαγιά είναι κλεισμένη στο σπίτι ποιος ξέρει πόσα χρόνια –τα πόδια της δε τη βαστάνε. Αδύνατον να κατέβει τις σκάλες για να κάνει μια βόλτα στην πυλωτή, να ποτίσει τα λουλούδια. Αργά και καμπουριασμένη κάνει τη διαδρομή ντιβάνι-μπαλκόνι-μπάνιο, ούτε λόγος για πιο πέρα. Μόνιμη προσπάθεια όλων να μην πέσει. Φαίνεται δεν προσπαθούμε αρκετά, γιατί η αγαπημένη της εξιστόρηση είναι τα εννιά πεσίματα. Τρία απ’ αυτά στη σκάλα, κάποια στο μπάνιο, άλλα στον διάδρομο. Όλα με την ίδια περίπου κατάληξη. Ράγισμα ισχύος. Μώλωπες. Πόνος. Με χειρότερη τη βασανιστική, πολύωρη αναμονή. Γιατί για να πέσει κανείς δε χρειάζεται βοήθεια, αλλά για ρώτα, ισχύει το ίδιο για να σηκωθεί;

«Το χαντάκωσαν το σπίτι, ούτε ένα ασανσέρ δεν έχουμε. Τόσο ξέραμε. Τάχα δε χωρούσε στα σχέδια.»Το ασανσέρ που αμέλησε ο αρχιτέκτονας να συμπεριλάβει στη μελέτη για το διώροφο, έχει μερίδιο ευθύνης. Αν υπήρχε, τότε η γιαγιά θα μπορούσε να παρακάμψει την απότομη σκάλα και να περπατήσει κούτσα-κούτσα μέχρι το ψιλικατζίδικο στο τέλος του στενού. Να δει τα παιδάκια να παίζουν αμπάριζα. Να μιλήσει με τη γειτόνισσα. Να αγοράσει ένα κιλό νεκταρίνια από τον μανάβη με την καρότσα.



Η εβδομάδα που ξέκλεψα για να της κάνω παρέα άχνιζε θλίψη. Την έβλεπα μαραμένη να πέφτει για ύπνο, να ξυπνάει, να τρώει δίχως να ευφραίνεται. Πού και πού να αγκομαχάει. «Τι θέλεις να σου πάρω από το μάρκετ γιαγιά;» Ο απέναντι τοίχος μας έγνεφε. «Παγωτό, γιαγιά; Σοκολάτα; Μπισκότα;». Φωτίστηκε το πρόσωπό της, «ναι», συμφώνησε ανυπόμονα, «ένα παγωτό να μου φέρεις, ξυλάκι».

Την κοίταζα να τρώει, γήινη, όπως κάποτε. Τόση ευχαρίστηση αισθάνθηκα, που ήταν σα να το έτρωγα εγώ. Ετούτο το ξυλάκι ήταν το μόνο ικανό επιχείρημα ενάντια στη μουντή εναλλαγή των άδειων μερόνυχτων της εννενηντάχρονης γηραιάς κυρίας που μόνο της μέλημα είναι να φύγει. Το άλλοτε δυνατό της σώμα  έχει ζαρώσει, τη μακριά κοτσίδα της την ξεφορτώθηκε με μια ψαλιδιά. Ενώ εμείς, τέρατα εγωϊσμού, επιμένουμε να την κρατάμε κοντά μας. Προσπαθούμε να ξεγελάσουμε το βαρκάρη του Αχέροντα και την ίδια με παγωτό ξυλάκι από το περίπτερο της γωνίας.



_________________________________
Η Στέλλα Παρασχά σπούδασε θέατρο, κινηματογράφο και πολιτιστική διαχείριση. Πρόσφατες δημοσιεύσεις της λογοτεχνικής/ποιητικής υφής βρίσκονται στους ιστότοπους Ποιείν, Θράκα, Bibliotheque. Συμμετέχει στη συλλογή διηγημάτων "Η πόλη αυτή τη νύχτα - Τόμος Α'", από τις εκδόσεις poema.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου