Ο χαρταετός του θείου πετάει κάθε Καθαρή
Δευτέρα στο μυαλό μου. Είχε έρθει με την οικογένειά του στο σπίτι μας, για να
γιορτάσουμε όλοι μαζί τα Κούλουμα. Έφερε από τον Πειραιά στις παρυφές της
Πεντέλης έναν πολύ μεγάλο εξάγωνο χαρταετό, παραδοσιακό πατρόν, για να τον
πετάξουμε.
Τα παιδιά γρήγορα βαρεθήκαμε, όμως, εκείνος,
επάνω στην ταράτσα, πέταξε τον χαρταετό ψηλά, πολύ ψηλά, σαν κουκκίδα φαινόταν
στον ουρανό. Μας φαινόταν απίστευτο αυτό που κατάφερε. Ο θείος, όμως,
ήταν έμπειρος. Ο χαρταετός ήταν παιδικό παιχνίδι αξέχαστο γι΄αυτόν και όχι
γρίφος όπως στις δικές μας γενιές.
Μας ζήτησε γάντια, δερμάτινα. Τα χέρια του τα
έκοβε το σχοινί της καλούμπας. Του φέραμε στα γρήγορα. Σκίστηκαν κι αυτά. Ο
χαρταετός είχε μεγάλη δύναμη. Και ο θείος, επίσης. Τον χάζευα. Πόσο επιβλητική
η ήρεμη, σιωπηλή μορφή του με τα σκισμένα γάντια και τον χαρταετό στον μακρινό
ορίζοντα. Θαρρείς και η ψυχή του είχε περάσει από το σχοινί στον ουρανό και
πετούσε μαζί με το παραδοσιακό, μα πολύ γερό, εξάγωνο κατασκεύασμα.
Ήρθε η ώρα να φάμε. Ο θείος δεν ήθελε να
κατεβάσει τον χαρταετό με τίποτα. Άργησε, να επιστρέψει από την ταράτσα. Σαν
ήρθε και κάθισε στο τραπέζι έβλεπες ξεκάθαρα στα μάτια μου τη χαρά ενός
παιδιού.
Αργότερα, στον καφέ, μας είπε μια μικρή
ιστορία από τα παιδικά του. Ήταν αυτός και η χήρα μάνα του, η γιαγιά μου, και ο
αδελφός της με τη γυναίκα και τον γιο του. Ήταν μια Καθαρά Δευτέρα. Η γιαγιά
χήρα, πονεμένη, το παιδί ορφανό, πονεμένο. Ο θείος καλοστεκούμενος και
«πονόψυχος».
Τα δύο ξαδέρφια έβαλαν μπροστά τους χαρταετούς.
Σύντομα, ο χαρταετός του θείου μου πήρε ύψος, ανέβηκε ψηλότερα απ’ όλους κι
αυτός καμάρωνε, και η μάνα του μαζί. Τότε, ήρθαν τα κλάματα. Ο ξάδερφος,
ανίκανος να συνεργαστεί με τα ρεύματα του αέρα, δεν μπορούσε να πετάξει ψηλά
τον χαρταετό του. Απαίτησε, τότε, να κατεβεί ο χαρταετός του θείου μου για να
μείνει ο δικός του στον αέρα, να φαίνεται ο δικός του ότι πετάει ψηλότερα. Και
το κλάμα και οι παραλογισμοί συνεχίστηκαν. Ο «πονόψυχος» αδερφός και η γυναίκα
του απαίτησαν από τη χήρα μάνα και το ορφανό να κατεβάσουν τον χαρταετό.
Και ο χαρταετός κατέβηκε, και η χαρά της μέρας
μαζί, κι έτσι στιγματίστηκε η Καθαρά Δευτέρα για πάντα στην καρδιά του θείου μου.
Τότε, κατάλαβα, γιατί ο θείος μου, ο Κώστας ο ναυτικός, ανέβηκε στην
ταράτσα και πέταξε μόνος του τον μεγάλο, εξάγωνο χαρταετό, αγορασμένο και
ταξιδεμένο από τον Πειραιά για τα ντελικάτα βόρεια προάστια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου