Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Μα γιατί δεν διαβάζουν τα παιδιά; από τη Στέλλα Κάσδαγλη


«Διαβάζετε βιβλία;» ρωτάω τα παιδιά με τα οποία μιλάμε την τελευταία μισή ώρα για το bullying, τη σχέση μας με το σώμα και την εμφάνισή μας, την τεχνολογία και τα social media,το τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν. Προσπαθώ στο μυαλό μου να γεφυρώσω το χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα στο ενδιαφέρον, τη συμμετοχή τους, την ευφυία και την ευαισθησία που δείχνουν πάνω στα θέματα που συζητάμε, και στην απάντηση που μου δίνουν («όχι», σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%, συνήθως, εκτός από τις φορές που βρίσκομαι σε κάποιο από αυτά τα λίγα μαγικά σχολεία –τα δημόσια ή ιδιωτικά, δεν έχει τόση σημασία- με τις λέσχες ανάγνωσης και τις ομάδες θεάτρου, όπου τα παιδιά έχουν ξεκοκκαλίσει κι έχουν δουλέψει, με τον τρόπο τους, πάνω στο δικό μου βιβλίο, και όπου –το βλέπεις στα μάτια τους- ανυπομονούν ήδη για το επόμενο που θα διαβάσουν).
Δυσκολεύομαι.

Και την επόμενη φορά ξαναπροσπαθώ. Και, φορά τη φορά, έχω μαζέψει ως σκέψεις αυτά, που δεν είναι πολύ δύσκολα να τα σκεφτεί κανείς, αλλά συνήθως είναι δύσκολο να τα αντιμετωπίσει, γιατί, κακά τα ψέματα, έχουμε συνηθίσει να κάνουμε τα πράγματα μ’ ένα συνηθισμένο τρόπο και ποιος μπορεί να μας βγάλει απ’ αυτόν;

Μεγάλοι και σίγουροι

Είμαστε έμπειροι και γνωστικοί. Είμαστε γονείς, δάσκαλοι, νονοί, θείοι, καλοί άνθρωποι που νοιαζόμαστε να προσφέρουμε στα παιδιά το καλύτερο –με τα δικά μας κριτήρια. Τους διαλέγουμε βιβλία για δώρα, τα παροτρύνουμε να διαβάσουν στον ελεύθερο χρόνο τους και στο δωμάτιό τους, καμιά φορά τα βάζουμε να μιλήσουν ή να ακόμα και να γράψουν γι’ αυτά που διάβασαν. Κάνουμε, ό,τι μπορούμε, κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό.
Μόνο που, επιτρέψτε μου, κάνουμε ό,τι ξέρουμε, όχι ό,τι μπορούμε. Προσπαθούμε να μάθουμε στα παιδιά να διαβάζουν λογοτεχνία με τον ίδιο τρόπο που προσπάθησαν να μάθουν οι δικοί μας σ’ εμάς, κι ας απέτυχαν. Εφαρμόζουμε τη μέθοδο που μισήσαμε εμείς (φρικτές περιλήψεις στις σχολικές διακοπές), έστω κι αν ξέρουμε ότι σήμερα οι συνθήκες είναι αλλιώτικες και ο ανταγωνισμός του timeline λυσσαλέος.

Κι όμως, ταμπουρωνόμαστε στην εμπειρία μας και αφήνουμε τα ίδια τα παιδιά έξω από τη διαδικασία. Πόσες φορές τα παίρνουμε μαζί στο βιβλιοπωλείο για να διαλέξουν τα ίδια το δώρο τους, ξεφυλλίζοντας; Πόσες φορές έχουμε χαζέψει μαζί τους οπισθόφυλλα και κριτικές, για να καταλήξουμε, με δική τους πρωτοβουλία, σ’ αυτό που ενστικτωδώς ακουμπάει το ενδιαφέρον τους και τα συγκινεί;(Αυτό θα το διαβάσουν.)

Πόσες φορές τους επιτρέψαμε ή τα ενθαρρύναμε το να επιλέξουν εκείνα πού θα διαβάσουν, πότε και πώς; Αν θέλουν να οργανώσουν τη δικιά τους μίνι λέσχη ανάγνωσης ή ν’ ανέβουν να διαβάσουν στην ταράτσα ή να μπουν στη σφαίρα της μαγικής ιεροτελεστίας που λέγεται διάβασμα τα μεσάνυχτα, κι ας φωνάζει απέξω η μαμά, σβήσε το φως, αύριο έχεις σχολείο;

Κι ύστερα, ακούμε τις εντυπώσεις των παιδιών από τα βιβλία τους (κυρίως αυτές που δεν εκφράζουν επειδή δεν είναι "σωστές" και "ώριμες");

Και πόσες φορές τα εμπνεύσαμε να ψάξουν μια ταινία ή να οργανώσουν μια εκδορμήπου να σχετίζεται με το βιβλίου τους ή να χρησιμοποιήσουν τα social media που τόσο καλά (πολύ καλύτερα από μας) χειρίζονται και γνωρίζουν, για να μοιραστούν αυτό που διάβασαν, να το χωνέψουν και να το επεξεργαστούν με το δικό τους τρόπο, να το διοχετεύσουν μέσα από τα κανάλια του μυαλού και των δικτύων τους έτσι όπως ταιριάζει σ’ εκείνα, στις ανάγκες και στη γενιά τους;

Ως γονείς, δάσκαλοι, νονοί, θείοι, έμπειροι και γνωστικοί, όλα αυτά τα κάνουμε από σπάνια έως ποτέ. Κι έτσι κάπως έχουμε καταφέρει να κάνουμε το διάβασμα αγγαρεία για τα παιδιά, εντάσσοντάς το μέσα στη συνολική εκπαιδευτική νοοτροπία της Ελλάδας που θέλει τους ενήλικες αυθεντίες, να λένε στα παιδιά τι πρέπει να μάθουν –και πώς. Κι έχουμε μανία με το να “πουλήσουμε” στα παιδιά την αξία της λογοτεχνίας αντί για την απόλαυσή της.

Οι όροι άλλαξαν

Και ως συγγραφείς; Είμαστε καθόλου πρόθυμοι να παραδεχτούμε ότι η λογοτεχνία που γράφουμε καλείται κι αυτήνα προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της νέας εποχής –για να διαβαστεί; Μια ματιά στις σελίδες της κατηγορίας “παιδικά” οποιουδήποτε μεγάλου ιντερνετικού βιβλιοπωλείου, αρκεί για να συνειδητοποιήσει κανείς πως η ελληνική παιδική λογοτεχνική παραγωγή κυριαρχείται ακόμα από τους ίδιους συγγραφείς που κυριαρχούσαν και όταν παιδιά ήταν οι σημερινοί γονείς.

Αυτό από μόνο του ίσως να μην ήταν πρόβλημα αν η γλώσσα που μιλάμε δεν είχε αλλάξει τόσο μέσα σ’ αυτό το διάστημα και αν δεν υπήρχαν οι θυελλώδεις εξελίξεις στο χώρο της τεχνολογίας, που κάνουν τη ζωή των παιδιών και των εφήβων του 2015 τόσο μα τόσο διαφορετική από τη δική μας.

Είμαι η τελευταία που θα υποστηρίξει ότι η λογοτεχνική δημιουργία πρέπει να σαρωθεί και να υποταχθεί άκριτα σε κάθε νέο και πειραματικό δεδομένο.  Όμως, πόση γοητεία μπορεί να έχει για το, 12χρονο, ας πούμε, παιδί, που θέλουμε να μάθει να αγαπάει τους ήρωες και τις ιστορίες, ένα βιβλίο που, στο οπισθόφυλλό του, βασίζεται σε λέξεις όπως το “μεράκι” και ο “στοχασμός” για να τραβήξει το ενδιαφέρον του; Και πόση εμπιστοσύνη μπορεί να δείξει σε ένα συγγραφέα ο οποίος επιχειρεί να αντιγράψει τους δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, ενώ είναι εμφανές ότι δεν έχει στην πραγματικότητα καμία ιδέα για το πώς λειτουργούν στην πράξη;
Λίγη, φοβάμαι.

Μικρές ιστορίες, μεγάλα μαθήματα

Τις συζητήσεις στα σχολεία με τα παιδιά, τις κλείνω με μια προτροπή: όταν γυρίσουν σπίτι, να ψάξουν στο timeline τους (στο facebook, στο instagram, στο twitter) για ιστορίες. Γιατί οι ιστορίες υπάρχουν και γράφονται παντού. Και γιατί αν μάθουν να τις αναγνωρίζουν, εκεί που ζουν, χαίρονται και μοιράζονται, θα μάθουν να τις εκτιμούν και να τις αναζητούν. Παντού. Ίσως, αργότερα, και να τις γράφουν.

Όμως, αυτό που δεν μπορώ να πω στα παιδιά, είναι πως για να αγαπήσουν το διάβασμα ακόμα και μετά τα 7, ακόμα και αφού πάψουμε να τους διαβάζουμε ανελλιπώς, κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν, θα πρέπει πρώτα να το αγαπήσουμε εμείς, οι έμπειροι και γνωστικοί γονείς τους.


Η Στέλλα Κάσδαγλη είναι συγγραφέας, μεταφράστρια και συνδημιουργός της λέσχης ανάγνωσης Bookworm και των δικτύων Mentorkids και Women On Top. Τα βιβλία της, Ήθελα μόνο να χωρέσω και Κοιλίτσα.com, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου