Είναι
η ιστορία ενός γέρικου σκιάχτρου που ζει πολύ καιρό αφημένο και ξεχασμένο σ’
ένα χωράφι που δεν καλλιεργείται πια. Δεν έχει τίποτα να κάνει πλέον κι η ζωή
του είναι άδεια. Νιώθει άχρηστο και πικραίνεται που κανείς δεν το υπολογίζει.
Κι
όμως! Ήταν κάποτε κι αυτό μεγάλο και τρανό, πιο τρανό κι από στρατηγό. Τότε,
παλιά, πολύ παλιά, που προστάτευε την σοδειά διώχνοντας τα πουλιά να φύγουν
μακριά. Τώρα, ακόμα κι εκείνα που έτρεμαν μόλις το έβλεπαν, άφοβα κάθονται πάνω
του να ξαποστάσουν ή να κουρνιάσουν.
Τώρα,
το γέρικο σκιάχτρο είναι μόνο του, ολομόναχο, στη μέση του χέρσου χωραφιού του
(του μόνου τόπου που γνωρίζει), χωρίς ούτε ένα φίλο. Πληγωμένο που κανείς δεν
το νοιάζεται πια, ούτε καν του μιλά, κλαίει. Κλαίει πικρά με δάκρυα αληθινά. Μα
όλα αυτά τα χρόνια –χρόνια που του φάνηκαν αιώνας– αφοσιωμένο καθώς ήταν στην
δουλειά που του είχαν αναθέσει, δεν σκέφτηκε ποτέ ότι η ζωή δεν θα είναι πάντα
ίδια. Κι έτσι, δεν προσπάθησε, δεν φρόντισε να κάνει φίλους.

«Το
σκιάχτρο που ήθελε να ταξιδέψει» είναι μια τρυφερή ιστορία για τον χρόνο που
περνά (και περνά για όλους) φέρνοντας άλλοτε χαρές και ευκολίες, κι άλλοτε
λύπες και αναποδιές. Είναι μια συγκινητική ιστορία για την ζωή που αλλάζει,
συχνά όχι όπως εμείς θέλουμε, ελπίζουμε ή προγραμματίζουμε. Αλλά και αισιόδοξη,
γιατί μας δείχνει ότι τα όνειρα τρέφουν τις ελπίδες μας, ότι η δοτικότητα, η
φροντίδα, η αγάπη, η γενναιοδωρία μπορεί να κρύβονται εκεί που δεν το
περιμένουμε, ότι το νοιάξιμο από καρδιάς για κάποιον που δοκιμάζεται και
υποφέρει, έχει τόση δύναμη που μπορεί να κάνει μικρά θαύματα.
Τέλος,
η ιστορία του σκιάχτρου είναι και μια αλληγορία για τα γηρατειά. Και μια αφορμή
να εξηγήσουμε στα παιδιά (αλλά να αναλογιστούμε κι εμείς οι μεγάλοι) πώς
νοιώθουν οι ηλικιωμένοι όταν μπαίνουν στο περιθώριο της ζωής αλλά και της ζωής
μας. «Η καρδιά μου δεν αντέχει τόσην ερημιά», λέει με πίκρα το γέρικο σκιάχτρο
της ιστορίας μας. Πράγματι. Κανενός η καρδιά δεν αντέχει την ερημιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου