Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

H χρυσόκουπα, από τη συλλογή του Νάτση Μπόλου


Στην άκρη ενός ποταμού είχε την καλύβα της μια φτωχή γυναίκα και ζούσε εκεί μαζί με το παιδί της.  Η μόνη δουλειά που έκανε το φτωχόπαιδο ήταν το ψάρεμα.  Έπιανε ψάρια κάθε μέρα στο ποτάμι και τα πουλούσε.  Κάποια μέρα όμως τα δίχτυα του δεν έβγαλαν κανένα ψάρι.  Κατά το δειλινό, γυρίζοντας άπραχτο, έριξε και μια φορά το δίχτυ.  Το παράξενο!  Και πάλι τίποτε.  Μα μέσα στο δίχτυ ήταν ένα στρογγυλό αντικείμενο.  Το πήρε, το κοίταξε και κείνο άστραφτε.  Ήταν μια μαλαματένια κούπα.

«Τι να σε κάνω;», μονολογούσε σαν βγήκε στην άκρη.  «Δεν είσαι ψάρι.  Είσαι ένας γυαλιστερός τενεκές!  Στο σπίτι μου θέλω ψάρια, πολλά ψάρια.  Να φάω με τη μάνα μου, να πουλήσω και στην αγορά». 

Και το παιδί έπιασε τα μάτια με τα χέρια του και βυθίστηκε σε συλλογή.  Ύστερα από λίγο άνοιξε τα μάτια του και κίνησε να φύγει.  Μα τι να δει!  Δεν μπορούσε να σηκώσει το δίχτυ του. Ήταν γεμάτο ψάρια.  Το ανέβασε με κόπο στην καλύβα και δε συγκρατούνταν από τη χαρά και τη συγκίνηση.  Στη μητέρα του όμως δε μαρτύρησε πως βρήκε όλα εκείνα τα ψάρια.  Της έδειξε μονάχα την κούπα και την έστειλε να ζητήσει για νύφη την κόρη του βασιλιά.

-Τι λες, γιε μου; του είπε παραξενεμένη η μάνα του.  Η βασιλοπούλα νύφη μας;

Ο γιος της όμως επέμενε.  Και η μάνα αποφάσισε, πέρασε το ποτάμι και πήγε αντίπερα στα παλάτια του βασιλιά.

-Αν κι ο γιος σου, της είπε ο βασιλιάς, θα φτιάξει ένα παλάτι σαν το δικό μου, δική του η κόρη μου!

Ο φτωχογιός είπε το βράδυ είπε το βράδυ της χρυσόκουπας την επιθυμία του και το πρωί, στη θέση της καλύβας, υψωνόταν ένα μεγαλειώδικο παλάτι, καλύτερο από του βασιλιά.

Η μητέρα του μοναχογιού πήγε ξανά στο βασιλιά.

-Θέλω να φτιάσει κι ένα μεγάλο γιοφύρι από το παλάτι μου ως το δικό σας.

Το άλλο πρωί και το γιοφύρι ήταν έτοιμο.  Ο βασιλιάς ετοίμασε την κόρη του και κάτι της ψιθύρισε στο αυτί.

Η βασιλοπούλα έγινε νύφη της φτωχής χήρας.  Το βράδυ, σαν πήγαν να πλαγιάσουν, παρακάλεσε τον άντρα της να της πει πως μπορεί και κάνει όλα αυτά τα θαύματα.  Και κείνος της διηγήθηκε όλη την ιστορία και της έδειξε τη χρυσόκουπα, που κρατούσε κάτω από το μαξιλάρι του.  Η κόρη του βασιλιά περίμενε όσο κοιμήθηκε ο άντρας της, πήρε την κούπα κι έφυγε για το παλάτι της.  Βγαίνοντας έξω είπε της κούπας να κάμει το καινούριο παλάτι πάλι καλύβα και, σαν πέρασε και το γιοφύρι, με τη βοήθεια της κούπας το χάλασε στο λεπτό.  Ευχαριστήθηκε κι αυτή κι ο πατέρας της, που τη συμβούλεψε.

Το πρωί ο γιος της χήρας βρέθηκε στο πρώην φτωχοκάλυβο.  Έκλαψε πολύ μπροστά στη μάνα του, όχι γιατί έχασε τη βασιλοπούλα και το παλάτι, αλλά γιατί δεν είχε μαρτυρήσει στη μάνα του το μυστικό της χρυσόκουπας.  Της διηγήθηκε τη συνέβη και κείνη τον καθησύχασε.

-Άκουσε, παιδί μου, του είπε.  Εσύ τα έπαθες αυτά γιατί περιφρόνησες τους ανθρώπους της σειράς μας, τους απλούς και αγαθούς ανθρώπους, που μας πρέπουν και τους πρέπουμε.  Ζήλεψες τη βασιλοπούλα.  Οι πλούσιοι, παιδί μου, είναι κακοί και χειρότεροι από όλους τους βασιλιάδες.  Γι’ αυτό μη στενοχωριέσαι.  Κι εμείς θα ζήσουμε με τη φτώχεια μας.

Η γάτα του σπιτιού κατάλαβε την ανησυχία και πήγε στο παλάτι του βασιλιά.  Μπήκε σε όλα τα δωμάτια ώσπου βρήκε την κούπα και νύχτα την πήρε στα δόντια της και ξεκίνησε για το φτωχοκάλυβο.  Πηδώντας μια πέτρα στη μέση στο ποτάμι, της έπεσε η κούπα στο νερό.  Πήγε κι αυτή στενοχωρημένη στο σπίτι και διηγήθηκε στον νοικοκύρη της, τι της συνέβη.

Την άλλη μέρα ο λεβέντης άρπαξε τα δίχτυα του, ανέβηκε στη βάρκα και μπήκε στο ποτάμι.  Απόλυσε το δίχτυ στο βυθό και ύστερα από κάμποσα σβαρίσματα έβγαλε επιτέλους τη χρυσόκουπα.

Ο γιος της φτωχής χήρας έφτιασε πάλι ένα παλάτι, καλύτερο από το πρώτο.  Για γυναίκα διάλεξε την καλύτερη κοπέλα της φτωχογειτονιάς.  Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!



«Απ’ τα παιδικά μας χρόνια» παιχνίδια και παραμύθια – Νάτσης Μπόλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου