Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Το σκαλιστηράκι των λέξεων. "Παραδοσιακά παιχνίδια", από τη Νίκη Σουρά

Τα παραδοσιακά παιχνίδια

Οι λέξεις που “σκαλίζουμε” σήμερα είναι γνωστές σε όλους, μικρούς- μεγάλους. Για τους μικρούς μας φίλους συμβολίζουν τη χαρά του παιχνιδιού, όχι του πλαστικού, αυτού που πουλάει το μεγάλο παιχνιδάδικο, αλλά του παιχνιδιού της παρέας, του κήπου, της σχολικής αυλής, της παραλίας, της γειτονιάς, της ξεχασμένης αλάνας.. Για εμάς τους μεγαλύτερους οι λέξεις κουβαλούν νοσταλγία, αντηχούν τις φωνές των παιδικών μας φίλων, φανερώνουν τις γρατζουνιές από τα παιδικά χτυπήματα, τους τσακωμούς στη γειτονιά, τις κατσάδες των μαμάδων για την αργοπορία μας, τις διαχρονικές μυρωδιές του ελληνικού καλοκαιριού, των διακοπών μας. Ας τις σκαλίσουμε ,λοιπόν, αναζητώντας στις ρίζες των λέξεων και τις δικές μας ρίζες.

Κυνηγητό

Πρόκειται για το γνωστό ομαδικό παιχνίδι κατά το οποίο τα παιδιά κυνηγιούνται μεταξύ τους και προσπαθούν να πιάσει το ένα το άλλο. Η ετυμολογία της λέξης μας οδηγεί στο ρήμα ʻκυνηγώʼ από το αρχαίο <κυν (όπου κύων-κυνός σημαίνει σκύλος)+ ηγός (με έκταση του αρχικού φωνήεντος του άγω κατά την σύνθεση). Αρχική σημασία της λέξης ήταν: οδηγώ τους κυνηγετικούς σκύλους.

Σύμφωνα και με την ετυμολογία, λοιπόν, πρόκειται για απαιτητικό παιχνίδι που απαιτεί ταχύτητα και αντοχή ταυτόχρονα. Όσοι από εμάς έχουν επιδοθεί σε αυτό μπορούν να το επιβεβαιώσουν. Διέπεται βέβαια από κανόνες (άλλωστε το παιχνίδι διαθέτει παιδαγωγική αξία εισάγοντας το παιδί στη λειτουργία και τους κανόνες της κοινωνίας). Εκτός από τον πάγιο κανόνα που απαγορεύει τις αδικίες και τις ζαβολιές, όταν ένα παιδί πιάνεται πρέπει να πάει ʻφυλακήʼ. Υπάρχει και "ξελέ", δηλαδή να πάει το παιδί που δεν κυνηγάει στο παιδί που είναι πιασμένο, να το ακουμπήσει και έτσι ελευθερώνεται. Αν όμως κάποιος φύγει από την φυλακή χωρίς  "ξελέ" βγαίνει από το παιχνίδι. Επίσης υπάρχει και "μάνα", δηλαδή αυτό το παιδί που δεν κυνηγάει να πάει εκεί και έτσι αυτός που κυνηγάει δεν μπορεί να τον πιάσει.        

Κρυφτό

Ομαδικό παιχνίδι κι αυτό, στο οποίο ένα παιδί προσπαθεί να βρει πού κρύβονται οι συμπαίκτες του. Η ετυμολογία της λέξης μας οδηγεί στο αρχαίο ʻκρύπτωʼ, με ανάλογη της σημερινής σημασία. Μπορούν να παίξουν από 3 άτομα και πάνω. Το παιδί που φυλάει μετράει με κλειστά μάτια και ακουμπώντας το πρόσωπο στον τοίχο  ανά 5 μέχρι το 100 ή το 200. Μόλις τελειώσει προειδοποιεί λέγοντας "φτου και βγαίνω"  και αρχίζει να ψάχνει  τα παιδιά. Όταν βρει ένα παιδί λέει "φτου" και το όνομα του παιδιού. Το παιδί μπορεί, όταν αυτός που φυλάει είναι μακριά να πει "φτου" και το όνομα του παιδιού που φυλάει. Το τελευταίο παιδί πρέπει να πει "φτου ξελευθερία" για να ξαναφυλάξει το ίδιο παιδί. 'Αμα αυτό δεν γίνει, τότε φυλάει το παιδί που "έφτυσε" πρώτο.

Οι παλιότεροι ίσως θυμούνται λέξεις χαρακτηριστικές όπως "κολωνάκι" ή "περιπτεράκι" που σημαίνει ότι το παιδί που φυλάει στέκεται συνέχεια μπροστά από το μέρος που φυλάει και δεν αφήνει στους άλλους περιθώριο να βγουν. Επίσης η φράση "τα κλούβιασε" σημαίνει ότι είδε ένα άτομο αλλά το πέρασε για κάποιο άλλο. Τα σημερινά όμως παιδιά θα μας υπενθυμίσουν την πρόοδο καθώς κάνουν time ήtimeoutγια να παγώσουν τον χρόνο του παιχνιδιού.

Στο κρυφτό ξεχωρίζω τη φράση "φτουξελευθερία για όλους", που σημαίνει ότι τα παιδιά που βρέθηκαν δεν μπορούν να φυλάξουν στον επόμενο γύρο και φυλάει πάλι ο ίδιος. Τα παιδιά που μεγάλωσαν στο κέντρο της Αθήνας δεν είχαν ανοιχτούς χώρους για παιχνίδι, συχνά όμως έβλεπαν στους τοίχους τη φράση γραμμένη ως σύνθημα από τα μεγαλύτερα παιδιά που έκαναν την επανάστασή τους.

Αμπάριζα

Παιδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου, κατά το οποίο δύο ομάδες παιδιών κυνηγούν και προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν η μία την άλλη. Κάθε ομάδα έχει ένα ʻσπίτιʼ, συνήθως κολόνα ή δέντρο. Στην αρχή ένα παιδί από τη μια ομάδα "παίρνει αμπάριζα και βγαίνει" για να προκαλέσει τους παίχτες της άλλης ομάδας να τον κυνηγήσουν. Τότε κάποιος απ' την αντίπαλη ομάδα "παίρνει αμπάριζα και βγαίνει" και τον κυνηγάει. 'Ετσι βγαίνουν και τ' άλλα παιδιά κυνηγούν.

'Οταν κάποιο παιδί πιάσει ένα παίχτη της αντίπαλης ομάδας, τον πάει στη φυλακή, που είναι συνήθως κοντά στην κολόνα του. Οι παίχτες της ομάδας του παιδιού που είναι φυλακισμένο, πρέπει να το ακουμπήσουν για να ελευθερωθεί. Σκοπός του παιχνιδιού είναι ν' ακουμπήσει ένας παίχτης την κολόνα της αντίπαλης ομάδας, οπότε να ανακηρυχθεί νικήτρια η ομάδα του.

Η ετυμολογία της λέξης ανάγεταικατά πολλούς (βλ. και Λεξικό Μπαμπινιώτη) σε αλβανική ρίζα <ambarezë και τονίζει έτσι τον υπερεθνικό χαρακτήρα του παιχνιδιού ενώ θα λέγαμε ότι συμβολίζει και  την αρμονική συνύπαρξη των πληθυσμών. Σύμφωνα με άλλη άποψη, πρόκειται για  είδος αντιδανείου, αφού η αμπάρα, ιταλικής αρχής, πέρασε από τα ελληνικά στα αλβανικά. Οι καταλήξεις σε -ιζα είναι ένδειξη αλβανικής προέλευσης, και στα τοπωνύμια.

Σβούρα

Η σβούρα  είναι το γνωστό κωνικό αντικείμενο από ξύλο, μέταλλο ή πλαστικό, με το οποίο παίζουν τα παιδιάστηρίζοντάς το όρθιο στο έδαφος και κάνοντάς το να περιστρέφεται. Η λέξη είναι ηχομιμητική, παραγόμενη από την χαρακτηριστικό θόρυβο της σβούρας.

Μέσα στην πληθώρα των σημερινών παιχνιδιών θα περίμενε κανείς ότι τα σύγχρονα παιδιά θα σνόμπαραν το ʻταπεινόʼ αυτό παιχνίδι. Συχνά όμως γονείς και μεγαλύτεροι ξαφνιαζόμαστε από την δυναμικότητα των απλών πραγμάτων. Μια σβούρα ή ένα μπαλόνι κρατούν απασχολημένα τα μικρότερα παιδιά για ώρα.. Βέβαια ακόμα πιο οικεία ηχεί στα αυτιά μας η φράση ʻστριφογυρνάει  σαν τη σβούραʼ ή ʻτουσβούριξε μια σφαλιάραʼ.

Στα χρόνια των μπαμπάδων μας πάντως το παιχνίδι περιελάμβανε και κανόνες. Τα παιδιά σχεδίαζαν ένα μεγάλο κύκλο και γύρω από το κέντρο τοποθετούσαν όσες σβούρες περισσότερες μπορούσαν ή είχαν. Έπειτα, κρατώντας μια σβούρα προσπαθούσαν  να την χτυπήσουν στο κέντρο του κύκλου και να διώξουν όλες τις υπόλοιπες μακριά.  Η σβούρα που κρατούσαν στο χέρι έπρεπε  να είναι δεμένη μ' ένα σκοινί απ΄την μύτη (κάτω-κάτω) έως την λαβή (πάνω-πάνω). Με αυτόν τον τρόπο γυρνούσε  πιο εύκολα. Οι σβούρες που πετύχαιναν να βγάλουν έξω απ' τον κύκλο γίνονταν  δικές τους. Τα παιδιά έπαιζαν με την σειρά τους και ξεχωριστά, ώστε να είναι ευδιάκριτο ποιες σβούρες έβγαζε κάθε παιδί έξω από τον κύκλο.

 Κουτσό

Το παιδικό παιχνίδι, στόχος του οποίου είναι η εκτέλεση καθορισμένων βημάτων μέσα σε συγκεκριμένα (σχεδιασμένα στο δάπεδο) σχήματα, ισορροπώντας στο ένα πόδι με μικρά πηδηματάκια. Ετυμολογικά συσχετίζεται με το επίθετο κουτσός, που σχηματίστηκε με απόσπαση από σύνθετες λέξεις και σημαίνει: αυτός που χωλαίνει ή είναι ανάπηρος στο ένα ή και στα δύο πόδια.

Το παιχνίδι ξεκινούσε χαράζοντας με κιμωλία σε στέρεο έδαφος μερικά συνεχόμενα αριθμημένα τετράγωνα. Αφού καθόριζαν τον τρόπο με τον οποίο θα έβγαινε η σειρά των παικτών ξεκινούσαν.  Το κάθε παιδί έριχνε μια μικρή επίπεδη πέτρα ή ένα καπάκι από αναψυκτικό, την "αμάδα" στο πρώτο τετράγωνο. Μετά πηδούσε στο τετράγωνο αυτό στηριζόμενο  μόνο στο ένα πόδι. Από την κίνηση αυτή προέρχεται και η ονομασία. Προσπαθούσε έπειτα  να κλοτσήσει την αμάδα έτσι ώστε να περάσει στο επόμενο τετράγωνο. Το παιδί έχανε τη σειρά του  αν η αμάδα βρισκόταν. Το παιχνίδι τελείωνε όταν κάποιος έφτανε στο τελευταίο τετράγωνο και έβγαζε  την αμάδα έξω.

Κι όσο παλιομοδίτικα κι αν ηχούν ίσως αυτά τα παιχνίδια σε κάποιους, πολύ θα θέλαμε να είχαμε τ       ις αντοχές και την ξεγνασιά να …ʻπαίζαμε τις αμάδεςʼ, όπως μας θυμίζει κι ο  Σαββόπουλος στους δικούς του «Αχαρνής»..







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου