Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Το κιλίμι της μάνας, από τη συλλογή του Νάτση Μπόλου


Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια γυναίκα, χήρα και φτωχή με τρία παιδιά.  Τα παιδιά της μεγάλα, της δουλειάς.  Έκοβαν ξύλα και τα πουλούσαν στην αγορά.  Η μάνα τους ύφαινε κιλίμια, χαλιά δηλαδή και ζούσαν φτωχικά, μα ήσυχα και τιμημένα.

Κάποια μέρα, που τελείωσε της μητέρας το υφάδι, έβγαλε τον αργαλειό στην αυλή, μάζεψε τις αχτίνες του ήλιου, τις έκαμε υφάδι και τελείωσε ένα λαμπρό κιλίμι, που αστραφτοβολούσε κι έφεγγαν οι ράχες απ’ αντίκρυ.  Μα εκεί που το τίναζαν τα τρία παιδιά με τη μάνα τους, φύσηξε ένας δυνατός αέρας και το κιλίμι πέταξε ψηλά κι έφυγε προς τα κει που κρούει ο ήλιος.

Η φτωχή μητέρα λυπήθηκε πολύ, γιατί έχασε το καλύτερό της έργο.  Και κλαίγοντας από τη στενοχώρια της, έχασε το φως από τα μάτια της.  Το μεγαλύτερο παιδί θέλησε να την καθησυχάσει.

-Μη στεναχωριέσαι, μάνα μου, θα πάω εγώ και θα βρω το κιλίμι.

Ξεκίνησε ο πρώτος γιος της μάνας προς την Ανατολή.  Αφού περπάτησε δώδεκα μέρες και δώδεκα νύχτες, βρήκε μια γριά μάγισσα σε ένα έρημο σπίτι.  Την καλημέρισε και τη ρώτησε μήπως είδε να πετάξει από αυτά τα μέρη κάποιο κιλίμι προς την Ανατολή.

-Το είδα, παιδί μου, από δω πέρασε.  Μα το πήραν οι νεράιδες.  Αν θέλεις να το βρεις, βγάλε το δόντι σου, βάλτο σε κείνο το μαρμαρωμένο άλογο που είναι στην αυλή μου, καβαλίκεψέ το και κείνο θα σε πάει στις νεράιδες.  Θα περάσεις από ένα αναμμένο βουνό.  Να μη φοβηθείς.  Θα πετάξει το άλογο και θα σε περάσει χωρίς να πάθεις τίποτε.  Ύστερα θα βρεις ένα παγωμένο βουνό.  Ούτε εκεί μη φοβηθείς.  Πάλι το γρήγορο άλογο θα σε περάσει και θα σε πάει στις νεράιδες.  Να μη φοβηθείς καθόλου σε αυτά τα τρομερά βουνά, γιατί, τόσο είναι, χάνεσαι για πάντα αν χάσεις το θάρρος σου.

Το παιδί κιτρίνισε στο πρόσωπο και η γριά κατάλαβε ότι δεν ήταν αποφασισμένο.  Γι’ αυτό και του ‘δωσε ένα ψωμί και του είπε:

-Άιντε, παιδί μου.  Δεν είσαι για τέτοια εσύ.  Γύρισε πίσω, στο φτωχοκάλυβό σου. 

Σαν γύρισε άπραχτος ο πρώτος αδερφός, επιχείρησε ο δεύτερος.  Κι εκείνος, όμως, ως τη γριά μάγισσα έφτασε.  Φοβήθηκε από τα λόγια της και γύρισε πίσω.

Όμως, δεν συνέβη το ίδιο με τον τρίτο αδερφό.  Μόλις η γριά μάγισσα τελείωσε τη συμβουλή της, εκείνος έβγαλε το δόντι του, το ‘βαλε στο μαρμαρωμένο άλογο, το καβαλίκεψε κι εκείνο τρέχοντας έφτασε στο αναμμένο βουνό.

Πέρασε τραγουδώντας το αναμμένο βουνό, διάβηκε λεβέντικα το παγωμένο κι έφτασε στις όμορφες νεράιδες.  Εκείνες θαύμασαν σαν είδαν έναν λεβέντη καβαλάρη και τον περιτριγύρισαν.  Ο νιος έβγαλε το σπαθί από τη θήκη του και ζήτησε με θυμό το κιλίμι της μάνας του.

-Δεν το πήραμε να το κρατήσουμε, λεβέντη, του είπαν οι νεράιδες.  Θα το συμπληρώσουμε και θα το πάρεις πιο λαμπρό απ’ ό,τι είναι.

Κι έτσι έγινε.  Ύστερα από τρεις μέρες μια νεράιδα, η ομορφότερη από όλες, του ‘φερε το κιλίμι και τον χαιρέτησε.  Ο νέος το φόρτωσε στο άλογο, καβαλίκεψε και, σαν πέρασε, και μια φορά ακόμα το παγωμένο και το αναμμένο βουνό, έφτασε στη γριά μάγισσα.

-Μπράβο σου, παλικάρι.  Εσύ είσαι παιδί της μάνας.



Η γριά του τύλιξε στο κιλίμι πολλά χρήματα και τον συμβούλεψε να μην τα ανοίξει ώσπου να πάει στη μητέρα του.  Του έδωσε κι ένα ζευγάρι σαντάλια που, όταν τα έβαζε στα πόδια του, πετούσαν.  Με αυτά τα σαντάλια, την άλλη μέρα το μεσημέρι ο άξιος γιος έφτασε στο σπίτι του.  Άνοιξαν το κιλίμι στην αυλή με τα άλλα αδέρφια, ενώ η μάνα προσπαθούσε να το γνωρίσει με το ψηλάφισμα.

Σαν το ξεδίπλωσαν τελείως, εκείνο έλαμψε περισσότερο από πρώτα.  Στο κέντρο του ήταν αραχνοκεντημένη η φιγούρα της νεράιδας, που του το παράδωσε και δυο χούφτες φλωριά από τη γριά μάγισσα.  Τη μητέρα των παιδιών σαν να την έκαψε κάτι στα μάτια της,  άρχισε να τα τρίβει δυνατά και σε λίγο της άνοιξαν κι άρχισε να βλέπει όπως πρώτα.  Η αραχνοκεντημένη νεράιδα δυνάμωσε σιγά – σιγά στην όψη και, σε λίγο σηκώθηκε κάτι σαν αχνός από τη μέση από το κιλίμι κι ανάμεσα μια μεγαλόπρεπη κοπέλα χαμογελούσε της πονεμένης μάνας.  Ήταν η καλύτερη νεράιδα.

-Μ’ έστειλα η μοίρα σύντροφο στο άξιο παλικάρι, που αψηφάει τον κίνδυνο και αγαπάει τόσο πολύ τη μάνα του.

Έπιασε με το ένα χέρι την ευτυχισμένη μητέρα και με το άλλο το ατρόμητο παιδί και προχώρησαν προς το φτωχόσπιτο.  Το κιλίμι σηκώθηκε ανάλαφρα και μπήκε μόνο του μέσα.  Έφεξαν τα δυο δωματιάκια και στη θέση του φτωχόσπιτου υψώθηκε, χωρίς να καταλάβει κανένας, ένα παλατάκι, για την πονεμένη μάνα και για το καινούργιο ζευγάρι.  Την ίδια μέρα έγινε μεγάλος γάμος,  η μάνα κάθονταν ευτυχισμένη στην κορφή στο τραπέζι και, δίπλα της, ο λεβέντης της με τη νεράιδα – νύφη. 

Κι εγώ παιδιά μου, τώρα έρχομαι από ‘κει και είδα το γλέντι που έκαμε όλο το χωριό στο καινούργιο παλάτι.

-Τα δυο άλλα αδέρφια, γιαγιά;
-Τα δυο άλλα κουβαλούσαν ξύλα για το γάμο.  Δεν ήταν άξια.  Έμειναν με τη δουλειά που είχαν.  Πουλούσαν ξύλα στην αγορά…



«Απ’ τα παιδικά μας χρόνια» παιχνίδια και παραμύθια – Νάτσης Μπόλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου