Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Το μήλο της μηλιάς, από τη συλλογή του Νάτση Μπόλου


Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια μάνα με τρία παιδιά. Παιδιά άντρες. Μεγάλα παιδιά. Όμως ανύπαντρα. Είχαν στην αυλή τους μια μεγάλη μηλιά. Μια παράξενη μηλιά, που έκανε κάθε χρόνο από ένα μήλο, μεγάλο και παράξενο. Ολοστρόγγυλο, ολοκόκκινο, που ευωδίαζε όλη η πολιτεία. Ίσα με ένα ταψί ήταν μεγάλο. Αλλά ποτέ δεν δοκίμασαν τα τρία αδέρφια με τη μάνα τους τη νοστιμάδα του. Κάθε χρόνο ερχόταν ένα θηρίο κι έτρωγε το μήλο.

Τα παιδιά αποφάσισαν να καιροφυλάξουν στη μηλιά και να σκοτώσουν το θηρίο. Άρχισε ο μεγαλύτερος αδερφός. Φύλαξε μια νύχτα, δυο νύχτες, τρεις νύχτες. ην τέταρτη νύχτα τον έπιασε ο ύπνος. Ήρθε το θηρίο και του πήρε το μήλο.

Την άλλη χρονιά το ίδιο συνέβη και με τον δεύτερο αδερφό. Το θηρίο έφαγε πάλι το μήλο. Ενώ τον τρίτο χρόνο, ο μικρότερος αδερφός στάθηκε πιο ικανός. Περίμενε το θηρίο μια εβδομάδα. Εφτά νύχτες. Και την όγδοη το άκουσε από μακριά να σέρνεται στη γη βαριά σαν να σβαρίζονταν αλυσίδες.

Το πλησίασε. Του φάνηκε στο σκοτάδι σαν να είχε, σαν να μην είχε πόδια. Όμως του διέκρινε αντίκρυ στον αστροστολισμένο ουρανό σαν ανέβαινε στη μηλιά, ένα παράξενο κεφάλι, με ένα μεγάλο στόμα σαν το στόμα του φούρνου.

Το παλικάρι ζύγωσε με προσοχή στη ρίζα της μηλιάς και, τη στιγμή που το θηρίο κατέβαινε, του ‘μπηξε το σπαθί του στην πλάτη. Μα το θηρίο δεν είχε ούτε μαλλιά ούτε δερμάτι. Το σώμα του ήταν σκεπασμένο με κοκαλένιες πλάκες. Γι’ αυτό και το σπαθί δεν έφτασε ως την καρδιά. Το παιδί κατάλαβε ότι δεν θα σκοτώνονταν με την πρώτη μαχαιριά το θηρίο κι έβγαλε γρήγορα – γρήγορα το σπαθί του για να του το μπήξει για δεύτερη φορά. Όμως το θηρίο του ξέφυγε και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Το πρωί τα τρία αδέρφια βρήκαν τα ίχνη του αίματος που χύνονταν από την πληγή και το ακολούθησαν. Κατά το δειλινό έφτασαν σε μια μεγάλη τρύπα. Μπήκε στην τρύπα ο πρώτος. Κατέβηκε αρκετά, μα φοβήθηκε και φώναξε στα αδέρφια του να του τραβήξουν το σχοινί που τον είχαν δεμένο. Επιχείρησε κι ο δεύτερος να μπει στην τρύπα, μα φοβήθηκε και ‘κείνος και τον ανέβασαν γρήγορα.

Ο τρίτος αδερφός μπήκε στην τρύπα με απόφαση. Δέθηκε με το σχοινί και είπε στα αδέρφια του:

-Θα κατέβω ως που να βρω φως. Ύστερα θα λύσω το σχοινί και θα τραβήξω στα φωτισμένα μονοπάτια. Εσείς θα περιμένετε εδώ και θα τραβήξετε το σχοινί, όταν σας φωνάξω εγώ.

Έτσι έγινε. Μόλις αγνάντεψε φως, βαθιά μέσα στη γη, λύθηκε και προχώρησε περπατώντας ώσπου κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο. Βρήκε κι εκεί τα ίχνη του αίματος. Το άγριο θεριό, που έτρωγε το μήλο της μηλιάς, είχε εδώ τη φωλιά του. Ποιος ξέρει τι θα ρήμαζε εδώ κάτω! Ο νέος όμως ήταν αποφασισμένος να το βρει και να το σκοτώσει. Προχώρησε σε ένα στενό δρόμο, μπήκε σε ένα πυκνό δάσος από δέντρα αγνώριστα, βγήκε σε όμορφα λιβάδια και, πέρα, σε μια καταπράσινη πλαγιά, ήταν χτισμένα στη σειρά άσπρα χαμόσπιτα. Σε μια άκρη της πλαγιάς υψώνονταν ένα όμορφο παλάτι.

Το παλικάρι στην κατοικημένη πλαγιά συνάντησε αραδιασμένα χαμοκάλυβα. Χτύπησε τη θύρα του πρώτου. Του άνοιξε μια όμορφη κοπέλα. Τον υποδέχτηκε καλόκαρδα και του έκλαψε ένα μεγάλο χάλι:

-Ξένος και παντάξενος μου φαίνεσαι, του είπε. Δεν είσαι από τα μέρη μας εσύ! Κι εγώ θέλω να φύγω από ‘δω. Θέλω να πάω στον Απάνω Κόσμο, να γλιτώσω…
-Και τι θα κάνεις μόνη σου στον Απάνω Κόσμο; Τη ρώτησε ο θαρραλέος νέος.
-Δεν είμαι μόνη μου, του είπε. Είμαστε τρεις καλλονές. Δεν ξέρουμε, όμως, το δρόμο.
-Και από τι θέλετε να γλιτώσετε και θέλετε να φύγετε από τον τόπο σας
-Γρήγορα ή αργά εδώ θα πεθάνουμε. Θα μας φάει το θηρίο.
-Ποιο θηρίο;
-Εμείς εδώ, στον Κάτω Κόσμο, έχουμε μονάχα μια βρύση με νερό. Κι αυτή τη βρύση τη φυλάει ένα άγριο θηρίο. Την ανοίγει μια φορά το μήνα και, για να την ανοίξει, πρέπει να φάει μια κοπέλα. Ρίχνουμε τα λαχνά και … σε όποια πέσει…

Το παιδί παράτησε για μια στιγμή το θηρίο του και αποφάσισε να ανεβάσει τις κοπέλες στον Απάνω Κόσμο. Μαζί κι αυτός.

Η πρώτη αυτή κοπέλα, το πολυτιμότερο που άφησε στο σπίτι της, ήταν μια χρυσή κούκλα, που έλαμπε στο δωμάτιό της. Πήγαν και στη δεύτερη. Ξεκίνησε και κείνη γρήγορα κι άφησε στο δωμάτιό της ένα άλλο ολόχρυσο κουκλάκι, που παρίστανε έναν γύφτο να χτυπάει τη φλογέρα. Ενώ η τρίτη, η ομορφότερη, άφησε μια χρυσαφένια κλωσσαριά με τα πουλάκια της. Αφού μαζεύτηκαν οι τρεις κοπέλες, τους είπε το καλό παλικάρι:

-Θα σας ανεβάσω στον απάνω κόσμο με μια συμφωνία, αν δεχτείτε, καλά! Αν δεν δεχτείτε, δεν τον ξέρω τον δρόμο!

Οι κοπέλες δέχτηκαν τη συμφωνία. Κι έτσι, σαν θα ανέβαιναν στον Απάνω Κόσμο, θα γίνονταν συννυφάδες. Η πρώτη θα παντρεύονταν τον μεγαλύτερο αδερφό του παλικαριού, η δεύτερη τον δεύτερο αδερφό και η τρίτη αυτόν τον ίδιο.

Έφτασαν έτσι στην ποριά του απάνω κόσμου. Έπιασε ο νιος την άκρη του σχοινιού κι έδεσε την πρώτη κοπέλα. Της έδωσε κι ένα σημείωμα για τον μεγαλύτερο αδερφό. Τα δυο αδέρφια τράβηξαν το σχοινί και σε λίγο η κόρη βρίσκονταν στον απάνω κόσμο. Ξανάριξαν το σχοινί και ύστερα από κάμποση ώρα βρίσκονταν απάνω και η δεύτερη κοπέλα, με ένα σημείωμα προς το δεύτερο αδερφό. Σαν έπεσε ξανά το σχοινί κάτω, η τρίτη κόρη συμβούλεψε το παιδί να δεθεί πρώτα εκείνο και ύστερα αυτή.

-Γιατί; τη ρώτησε το παιδί.
-Γιατί θα με ζηλέψουν τα αδέρφια σου που είμαι ομορφότερη, και σένα θα σε καταστρέψουν. Θα σου κόψουν το σχοινί. Μα να ξέρεις, αν σε απολύσουν στο χάος, θα σου παρουσιαστούν δυο αρνιά. Ένα άσπρο, ένα λάγιο. Εσύ να ανεβείς στο άσπρο κι εκείνο θα σε βγάλει απάνω. Γιατί, αν καβαλικέψεις το λάγιο αρνί, θα σε κατεβάσει κάτω και θα σε πάει αλλού γι’ αλλού.

Ο νέος, όμως, δεν την άκουσε. Πρώτα έδεσε το κορίτσι για τον απάνω κόσμο και ύστερα δέθηκε κι αυτός. Τέταρτος. Εκείνη την ανέβασε, χωρίς σημείωμα. Τα αδέρφια του, σαν την είδαν, τη λιμπίστηκαν και, στο άψε – σβήσε, αποφάσισαν να μην τον φέρουν στον απάνω κόσμο. Γι’ αυτό και, στη μέση της τρύπας του θηρίου, του ‘κοψαν το σχοινί και κείνος κατρακύλησε στο χάος. Πραγματικά, όμως, του παρουσιάστηκαν τα δυο αρνιά. Εκείνος, από τη σύγχυσή του ανέβηκε στο μαύρο αρνί, κι αυτό αντί να ανέβει κατέβαινε, όλο κατέβαινε κι έφτασε πάλι στον κάτω κόσμο. Μα, σαν πετούσε χωρίς δρομολόγιο, έπεσε πάνω στην καλύβα μιας γριάς. Της έσπασε τα κεραμίδια και κείνη έβαλε τις φωνές.

-Μη φωνάζεις, καλή γιαγιά, της είπε με ευγένεια ο νέος. Τα κεραμίδια στα πληρώνω εγώ, εσύ, αν θέλεις, δώσε μου λίγο νερό…
-Νερό, παιδί μου, δεν έχομε. Αύριο θα πάρομε, που θα το ανοίξει το στοιχειό.

Ο τρίτος γιος της φτωχής γυναίκας έμαθε ότι είχαν ρίξει τα λαχνά για την κόρη που θα έτρωγε το θηρίο κι ο κλήρος έπεσε στην κόρη του βασιλιά. Γι’ αυτό και το παλάτι το ‘χαν βάψει κι ακούονταν θρήνος και μοιρολόγια. Αύριο η κόρη του βασιλιά θα γίνονταν τροφή του κακού στοιχειού. Ο ατρόμητος λεβέντης από τον Απάνω Κόσμο αποφάσισε να σκοτώσει το θηρίο. Πρωί – πρωί πήγε στην κλεισμένη βρύση. Εκεί βρήκε την κόρη του βασιλιά. Την καλημέρισε κι έκατσε στην αγκαλιά της.

-Φύγε, καλέ μου, του είπε εκείνη. Γιατί να φάει κι εσένα το στοιχειό;
-Ούτε εμένα, ούτε και σένα θα φάει το κακό στοιχειό, της απάντησε εκείνος.

Σε λίγο ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος σαν εκείνον που άκουσε τη νύχτα που φύλαγε το μήλο της μηλιάς του. Ξεπρόβαλε από ένα μονοπάτι ένα παράξενο στοιχειό, με στόμα μεγάλο ίσα με ένα φούρνο, με ένα λαιμό πιο χοντρό από το κεφάλι του, με τέσσερα ζευγάρια κοντόχοντρα πόδια που τελείωναν σε δυο δυνατά δάχτυλα με νύχια σιδερένια. Τα δόντια του κάτασπρα και σουβλερά, φάνταζαν σαν γιγαντιαία αιχμηρά αυγά. Δεν μετρούσαν πόσα ήταν. Είχε δυο σειρές τέτοια δόντια στο απάνω και δυο σειρές στο κάτω σαγόνι.

Το φοβερό εκείνο ζώο όρμησε προς το παλικάρι, μα εκείνο, σβέλτο και δυνατό όπως ήταν, του ‘μπηξε το σπαθί από την άλλη πλάτη. Εκείνο έκανε ελιγμό για να ξεφύγει μα, δεύτερή μαχαιριά το πετυχαίνει στην καρδιά. Το θηρίο οπισθοχώρησε και θέλησε να μαζέψει τις δυνάμεις του, μα το γενναίο παιδί, με μια τρίτη μαχαιριά, του ‘κοψε τη μεγάλη φλέβα που συνδέει το κεφάλι με το κορμί. Το τρομερό τέρας κρέμασε το κεφάλι του και σωριάστηκε νεκρό.

Η βασιλοπούλα, που έβλεπε όλη αυτή τη σκηνή, δεν ήθελε να πιστέψει στα μάτια της. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του νέου, τον αγκάλιασε και τον φιλούσε κι έκλαιγε με ένα ιδιαίτερο παράπονο.

Το παλικάρι έδωσε μια στη βρύση με το σπαθί του, όπως το κρατούσε και ξεχύθηκε το καθαρό νερό άφθονο, για να ποτίσει τα ξηραμένα χείλια των κατοίκων.  Ύστερα άφησε μόνη της την κόρη του βασιλιά κι αυτός πήγε στο σπίτι της γριάς. Κλείστηκε σε ένα δωματιάκι και συλλογιόταν πώς να ανέβει στον απάνω κόσμο.

Ο βασιλιάς, που του γλίτωσε η κόρη από το θηρίο, έβαλε τελάλη σε όλο το βασίλειο και ζήτησε εκείνον που σκότωσε το θηρίο, να του τη δώσει για γυναίκα και για προίκα το μισό βασίλειο.

Πήγαιναν πολλοί κι έλεγαν πως είχαν σκοτώσει το θηρίο, η κοπέλα όμως γνώριζε καλά το παλικάρι που την έσωσε, γι’ αυτό κι όταν αποφάσισε εκείνο και πήγε στο παλάτι, η βασιλοπούλα το γνώρισε από μακριά.

Ο νέος μπήκε στο παλάτι, καλημέρισε το βασιλιά κι εκείνος άρχισε να του δείχνει την περιουσία που του καθόριζε για προίκα.

-Ευχαριστώ, του αντιλογήθηκε ο γενναίος φτωχογιός. Εγώ ζητώ μια άλλη χάρη. Δεν έσωσα την κόρη σου για να την κάμω γυναίκα. Εγώ είμαι ένας απλός άνθρωπος και έκαμα ό,τι κάνουν όλοι οι απλοί καλοί άνθρωποι. Μπορούσα, γι’ αυτό έπρεπε να σκοτώσω το θηρίο. Δεν έκαμα τίποτε άλλο πάνω από τη δύναμή μου… Άλλο ήρθα να ζητήσω, που δεν μπορώ να το κάμω μόνος μου. θέλω να πάω στην πατρίδα μου, στον απάνω κόσμο.

Ο βασιλιάς πρόθυμος, μάζεψε τα κοράκια και τους ανέθεσε το καθήκον. Εκείνα ζήτησαν μονάχα κρέας και νερό. Κι ο βασιλιάς, έδωσε στο παιδί κανίστρες με κομμάτια κρέας, πλόσκες με νερό κι ένα μεγάλο σακούλι με φλωριά. Τα κοράκια έβαλαν στα φτερά τους το παλικάρι και το ανέβασαν στην τρύπα του θηρίου. Κι όταν φώναζαν «κρα – κρα» τους έδινε κομμάτια κρέας, όταν φώναζαν «κρο-κρο», τους έδινε νερό. Ύστερα, όμως, από κάμποση ώρα τελείωσε το κρέας και όταν τα κοράκια φώναξαν «κρα – κρα» έκοψε ένα κομμάτι από το πόδι του και τους το έδωσε. Τα κοράκια το κατάλαβαν και είπαν μεταξύ τους: «το κριγιάσι μυρίζει ανθρωπίλα», γι’ αυτό κι ώσπου βγήκαν στην κορυφή φώναζαν μονάχα «κρο – κρο». Εκεί άφησαν το παλικάρι, το ευχαρίστησαν, γιατί έκοψε το πόδι του γι’ αυτά, του ‘δωσαν ξανά το κομμένο κρέας μαζί με τρία φτερά. Όταν καμιά φορά θα είχε ανάγκη, να ‘καιγε ένα φτερό και θα του μαζεύονταν όλα τα κοράκια να τον εξυπηρετήσουν.

Ο τρίτος αδερφός, κουτσά – κουτσά, έφτασε στην πολιτεία του και χτύπησε την πρώτη θύρα. Του άνοιξαν και τον υποδέχτηκαν. Ο ξένος τους ζήτησε να μείνει στο σπίτι αυτό ώσπου να γερέψει το πόδι του. Ο νοικοκύρης, που ήταν χρυσοχόος, του ‘δωσε κάθε βοήθεια.

Στο μεταξύ, τα δύο αδέρφια παντρεύτηκαν τις δυο κοπέλες, ενώ την τρίτη την παζάρευαν με τον γιο του βασιλιά.
Στην πρώτη πρόταση του βασιλόπουλου, η κοπέλα ζήτησε να της φτιάξει μια χρυσή κούκλα, σαν εκείνη που είχε η πρώτη κοπέλα στην καλύβα της στον κάτω κόσμο. Και το βασιλόπουλο πήγε στον χρυσοχόο και παράγγειλε την κούκλα. Ο χρυσικός, που είχε καταλάβει για ικανό παιδί τον ξένο που φιλοξενούσε, θέλησε να τον συμβουλευτεί πρώτα κι ύστερα να ‘δινε απάντηση στο βασιλιά. Ο ξένος σιγούρεψε τον χρυσικό και ανέλαβε την παραγγελία. Ζήτησε μονάχα σαράντα οκάδες κρασί και σαράντα οκάδες καρύδια. Την άλλη μέρα ξεφορτώθηκαν στο δωμάτιο του ξένου τα καρύδια και το κρασί.

-Σε σαράντα μέρες, είπε στον χρυσικό, έλα να πάρεις την κούκλα.

Ο γιος της φτωχής γυναίκας έκαψε ένα φτερό, που το ‘δωσαν τα κοράκια και κείνα μαζεύτηκαν τριγύρω. Τους έδωσε το κλειδί της πρώτης καλύβας του Κάτω Κόσμου και τα παράγγειλε να φέρουν τη χρυσή κούκλα που ήταν μέσα. Στις τριάντα εννιά μέρες η κούκλα ήταν στα χέρια του παιδιού. Την έδωσε του χρυσικού κι εκείνος στο βασιλόπουλο.

Σαν είδε η κοπέλα την κούκλα από τον κάτω κόσμο, κατάλαβε ότι ο χρυσικός ήξερε στα σίγουρα που βρίσκονταν ο λεβέντης της. Μα, για να πειστεί καλύτερα, ζήτησε από το βασιλόπουλο να φτιάξει ένα ολόχρυσο κουκλάκι, που να παριστάνει έναν γύφτο με τη φλογέρα του. Αφού της ήρθε κι αυτό όπως και το πρώτο δώρο, ζήτησε και την κλωσσαριά με τα πουλιά που είχε στην καλύβα της. Ο χρυσικός, με τη βοήθεια του ξένου, έφερε και τη χρυσαφένια κλωσσαριά.

Η κόρη ήταν πολύ βέβαιη πια ότι ο άξιος τρίτος αδερφός βρίσκονταν στην πόλη, γι’ αυτό είπε στο βασιλόπουλο να οργανώσει γυμναστικές επιδείξεις και να υποχρεώσει όλους τους νέους να βγουν στο γυμναστήριο. Στο μεταξύ είχαν περάσει περισσότερο από τέσσερεις μήνες και το πόδι του νέου είχε γίνει καλά, μα, επειδή έμενε μέσα όλο αυτό το διάστημα, δεν μπορούσε να περπατήσει καλά. Γι’ αυτό και πήρε ένα άλογο να αγωνιστεί στην ιππασία. Την καθορισμένη μέρα ήρθε και κείνος καβαλάρης και πέρασε τρέχοντας ανάμεσα στο πλήθος. Για να μην τον προσέξουν και τον γνωρίσουν, έριχνε χρήματα στους θεατές και κείνοι έτρεχαν να πιάσουν λίρες, χωρίς να προσέχουν τον καβαλάρη.

Την πρώτη μέρα έφυγε. Η κόρη όμως υποψιάστηκε πολύ ότι ο πλούσιος καβαλάρης είναι ο τρίτος αδερφός, γι’ αυτό και παρακάλεσε το βασιλιά την άλλη μέρα να τον αρπάξουν από το άλογο. Ο βασιλιάς εκπλήρωσε την επιθυμία της κι ο καβαλάρης, που σπαταλούσε τα χρήματα, οδηγήθηκε στον βασιλιά. Εκεί και η κοπέλα. Μπροστά της τώρα δυο παλικάρια: το βασιλόπουλο και το άξιο παιδί που την ανέβασε στον κάτω κόσμο. Και τα δυο λεβεντόπαιδα και όμορφα. Μα ένα βασιλόπουλο κι ένα εργατόπουλο. Εκείνη όμως ήταν αποφασισμένη. Προτιμούσε το παιδί της χήρας. Και κείνο πήρε. Και για να μην κακοκαρδίσει το βασιλόπουλο, του είπε ταπεινά:

-Εγώ είμαι μια φτωχή κοπέλα και δεν μου ανήκει να είμαι βασίλισσα. Αυτό το κουτσό παιδί είναι η τύχη μου. Βασιλιά μου, εσύ πολυχρονεμένος και μείς στο φτωχικό μας!

Έτσι, η όμορφη κι έξυπνη αυτή κοπέλα παντρεύτηκε το άξιο κι αποφασιστικό παιδί της μάνας κι έζησαν αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι, τιμημένοι κι ασπροπρόσωποι κι όχι ντροπιασμένοι και καταφρονεμένοι σαν τα άλλα δυο μεγαλύτερα αδέρφια, που ζήλεψαν τον ικανό και του ‘κοψαν το σχοινί.

-Ντροπή τους παιδιά μου, μας έλεγε η γιαγιά. Ήταν ανίκανα και κακά αδέρφια. Εσείς να γίνετε γενναίοι και καλόκαρδοι σαν ο τρίτος.


«Απ’ τα παιδικά μας χρόνια» παιχνίδια και παραμύθια – Νάτσης Μπόλος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου