Ένας νέος ανύπαντρος βασιλιάς ήθελε να
διαλέξει μια από τις καλύτερες κοπέλες της πολιτείας για γυναίκα του. Και σαν
βασιλιάς που ήταν και είχε τη δύναμη όλη στα χέρια του, διέταξε να σβήσουν, ως
και στα σπίτια μέσα, όλα τα φώτα στην πολιτεία ένα βράδυ. Και έβαλε ανθρώπους
να κρυφακούνε στα σπίτια και να του πουν τι θα άκουγαν.
Από όσα έμαθε την άλλη μέρα, του έκαμε
μεγαλύτερη εντύπωση η συζήτηση τριών αδερφάδων ενός φτωχόσπιτου.
Η πρώτη είχε πει: «Αν παντρευτεί εμένα το
βασιλόπουλο, θα του σιγουρεύω το ψωμί που χρειάζεται να φάει ο στρατός τους».
Η δεύτερη είχε πει: «Αν παντρευτεί εμένα το
βασιλόπουλο, θα του σιγουρέψω το προσφάι που χρειάζεται να φάει ο στρατός του».

Το βασιλόπουλο αποφάσισε να παντρευτεί την
τρίτη αδερφή. Οι δυο άλλες κακοφανίστηκαν και προσπάθησαν να μπουν και κείνες
στο παλάτι μαζί της. και το πέτυχαν. Έπεισαν τον βασιλιά ότι θα φροντίζουν την
αδερφή τους και τα μικρά τους παιδάκια. Έγινε μεγάλος γάμος και το βασιλόπουλο
κάλεσε πολλούς από τους ανθρώπους της απλής και καλόκαρδης νύφης.
Κόντευε να περάσει χρόνος από τότε και ο
βασιλιάς μπήκε σε πόλεμο. Σίγουρος όμως ότι η γυναίκα του θα του χάριζε ένα
αγοράκι φεγγαρομέτωπο κι ένα κορίτσι που θα λάμπει σαν το άστρι της αυγής,
τράβηξε για το μέτωπο με θάρρος και με ελπίδα ότι θα γυρίσει νικητής. Κι έτσι
κι έγινε. Το βασιλόπουλο αυτό, ο βασιλιάς του τόπου δηλαδή, γύρισε νικητής
ύστερα από τρεις – τέσσερεις μήνες.
Στο μεταξύ, η καλή του γυναίκα έκαμε αλήθεια
δυο δίδυμα, ένα φεγγαρομέτωπο αγόρι και μια αστροστολισμένη κόρη. Οι αδερφές
της όμως που τη φρόντιζαν, επειδή τη μισούσαν και ήθελαν να γίνουν αυτές
βασίλισσες, βρήκαν την ευκαιρία που έλειπε ο βασιλιάς, έκλεισαν τα δυο δίδυμα
σε ένα όμορφο κασονάκι και το ‘ριξαν στη θάλασσα. Στη σαμαρίτσα των μικρών
έβαλαν δυο γατάκια. Φοβέρισαν την αδερφή τους ότι θα τη φαρμακώσουν και
περίμεναν χαρούμενες να γυρίσει ο βασιλιάς.
Ο βασιλιάς, που γύρισε νικητής από τον
πόλεμο, αντί για παιδιά βρήκε δυο γατάκια. Και το πίστεψε αυτό, γιατί στην
υπηρεσία της γυναίκας του είχε τις δυο αδερφές της. οργίστηκε κατά της άκακης
γυναίκας και της καθόρισε να μείνει σε μια γωνιά στο διάδρομο του παλατιού, για
να τη φτύνουν όσοι θα επισκέπτονται τον βασιλιά.
Το σεντουκάκι με τα δυο δίδυμα το βρήκε στη
θάλασσα ένας ψαράς. Το πήρε, το άνοιξε και είδε να λάμπουν τα δυο τους σαν ο
αυγερινός και σαν το φεγγάρι. Τα μεγάλωσε με ενδιαφέρον και υποψιάστηκε ότι τα
παιδιά αυτά, τα τόσο όμορφα και λαμπρά από την ώρα που γεννήθηκαν, πρέπει να
σχετίζονται με τα λόγια της φτωχής κοπέλας, που έγινε βασίλισσα. Σαν έμαθε ότι
ο βασιλιάς βρήκε στην κούνια των παιδιών δυο γατάκια, φαντάστηκε ότι αυτά τα
δυο παιδάκια θα ήταν παιδιά του βασιλιά.
Τα ψυχοπαίδια του ψαρά μεγάλωσαν κι άρχισαν
να βγαίνουν στο παζάρι. Κάποια μέρα τα αγνάντεψε ο βασιλιάς, όμορφα και
καλοκαμωμένα, που έλαμπαν σαν το φεγγάρι του Αυγούστου και σαν το αστέρι της
αυγής. Τα πλησίασε και τα ρώτησε ποιοι είναι οι γονείς τους.
-Εμείς έχομε μονάχα πατέρα, απάντησαν
καλόκαρδα τα παιδάκια. Είναι ο ψαράς που κάθεται σε κείνη την καλύβα, και του
‘δειξαν προς την παραλία.
Ο βασιλιάς προσκάλεσε στο παλάτι του τον ψαρά
με τα δυο παιδιά, γιατί τα μάτια τους σαν κάτι να του ‘λεγαν. Τώρα, ο ψαράς
πείστηκε περισσότερο ότι τα παιδιά ήταν πραγματικά εκείνα που υποψιάστηκε, όμως
δεν είχε πώς να το αποδείξει. Γι’ αυτό κι έτρεξε πρόθυμος στο παλάτι μήπως
εξακρίβωνε κάτι για να αποδείξει την υποψία του.
Σαν μπήκαν στο παλάτι, είδαν σε μια γωνιά μια
γυναίκα περιφρονημένη, με πονεμένη ψυχή να κοιτάζει τα παιδιά με θλίψη και με
κρυφή και τελευταία ελπίδα.
-Φτύστε την παιδιά μου, τους είπαν οι
υπηρέτες του βασιλιά.
-Τι μας έκαμε για να τη φτύσουμε; Είπαν τα
παιδιά με απορία. Και χωρίς να χασομερήσουν, ρίχτηκαν στην αγκαλιά της, χωρίς
να ξέρουν γιατί.
Οι δυο κακές αδερφές υποψιάστηκαν πως θα τους
βγουν τα άπλυτα στη φόρα κι ανέβηκαν στο πάνω πάτωμα. Άρχισε τις υποψίες του κι
ο βασιλιάς ζήτησε από τις δυο αδερφές να μολογήσουν τι έγινε όταν τέκνησε η
αδερφή τους. Την απορία όμως την έλυσε ο ψαράς. Τους διηγήθηκε που βρήκε τα
δίδυμα και τους έδειξε και το σεντούκι. Το κασονάκι εκείνο ήταν ένα
καλοφτιαγμένο έπιπλο, που το ‘χε η μάνα του βασιλιά ενθύμιο από το πατρικό της.
ο βασιλιάς κατάλαβε ότι εδώ μεσολάβησε κάποια σκευωρία. Πίεσε τις κακές αδερφές
κι εκείνες υποχρεώθηκαν να μαρτυρήσουν την κακή τους πράξη.
Ο βασιλιάς τις έδιωξε με πομπή κι έκαμε
δεύτερο γάμο με την καλή του γυναίκα και τα αστροστολισμένα του παιδιά. Και την
καλύβα του ψαρά την έφτιαξε μεγάλο κι αρχοντικό παλάτι.
«Απ’ τα παιδικά μας χρόνια» παιχνίδια και
παραμύθια – Νάτσης Μπόλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου