Κυριακή 10 Απριλίου 2016

Το μεγάλο στοίχημα, από τη συλλογή του Νάτση Μπόλου


Ήταν ένας αρχιμάστορας, χτίστης άξιος και ικανός και καλός οικογενειάρχης, παντρεμένος με μια γυναίκα καλή, όμορφη και τίμια. Είχε και μια συντροφιά από δεκαπέντε μαστόρους και έχτιζαν σοβαρά κτίρια, μεγάλα σπίτια και παλάτια.

Κάποτε ζήτησαν τον αρχιμάστορα και την παρέα του να φτιάξουν ένα μεγάλο σπίτι ενός πλούσιου, μακριά, πολύ μακριά, τέσσερις μέρες δρόμο. Ο αρχιμάστορας ήθελε αλήθεια χρήματα, αλλά συλλογίζονταν τη γυναίκα του πώς να την αφήσει μόνη της. η γυναίκα τον κατάλαβε και τον ρώτησε τι έχει. Στο τέλος της είπε το μυστικό του.

-Δεν φοβούμαι και δεν γελιούμαι εγώ, του απάντησε εκείνη. Πήγαινε και δούλεψε ήσυχος. Πάρε και αυτή την ταμπακέρα και, αν σου σκουριάσει, τότε εγώ μπορεί να πάθω κακό ή να σε ξεχάσω…

Ο αρχιμάστορας έφυγε ήσυχος. Όταν δούλευε όμως, κάθε λίγο και λιγάκι, έβγαζε την ταμπακέρα από την τσέπη του, την άνοιγε, την κοίταζε γύρω – γύρω και την ξανάβαζε στη θέση της. αυτό το μπάσε – βγάλε της ταμπακέρας το έκανε πολλές φορές την ημέρα κι έπεσε στο μάτι του σπιτονοικοκύρη, που παρακολουθούσε τους μαστόρους και τη δουλειά που κάνουν. Γι’ αυτό και μια μέρα από τις πολλές, τον ρώτησε. Ο αρχιμάστορας, στην αρχή θέλησε να μην πει τίποτε, μα στην επίμονη περιέργεια του αφεντικού του, δεν άντεξε και εκμυστηρεύτηκε.

-Σε γέλασε! Του είπε. Πώς το ‘χαψες ένα τέτοιο ψέμα;

Ο αρχιμάστορας επέμενε στην εμπιστοσύνη της γυναίκας του, μα κι ο νοικοκύρης του βάλθηκε να του αλλάξει τη γνώμη.

-Βάζουμε στοίχημα; Του είπε.

Κι έβαλαν στοίχημα. Μεγάλο και βαρύ. Αποφάσισαν να στείλουν στη γυναίκα το ομορφότερο παιδί της παρέας. Αν η γυναίκα θα ξεχνούσε τον αρχιμάστορα και η ταμπακέρα δεν θα λέρωνε, τότε ο αρχιμάστορας θα τελείωνε το έργο και δεν θα πληρωνόταν, μάλιστα θα πλήρωνε και τους άλλους χτίστες. Ενώ, αν η γυναίκα θα κρατούσε τον λόγο της και την αξιοπρέπειά της, τότε ο σπιτονοικοκύρης θα πλήρωνε όλα τα έξοδα του σπιτιού και το σπίτι θα το έπαιρνε ο αρχιμάστορας!

Έφυγε το παιδί και γύρισε ύστερα από δέκα μέρες. Έφερε στον αρχιμάστορα το δαχτυλίδι και το «μυστικό» ότι η γυναίκα του έχει μια ελιά στο στήθος της. η ταμπακέρα του μάστορα δεν είχε λερώσει καθόλου, όμως εκείνος πίστεψε ότι η γυναίκα του τον παράτησε, αφού έδωσε σ’ άλλον το δαχτυλίδι της. Γι’ αυτό δούλευε απελπισμένος, ενώ ο περήφανος και κακός από καρδιά σπιτονοικοκύρης έτριβε τα χέρια του ικανοποιημένος, γιατί κέρδισε ένα μεγάλο στοίχημα. Ο πρωτομάστορας έπαιρνε κάθε βράδυ στο δωμάτιό του από έναν σύντροφο για να περνάει την ώρα και να διώχνει τη στεναχώρια. Στη γυναίκα του δεν έστελνε πια γράμματα. Και κείνη υποψιάστηκε για κάτι κακό που θα του συνέβαινε, γι’ αυτό και ξεκίνησε να πάει να βρει τον άντρα της.

Στον δρόμο συνάντησε έναν τσοπάνο και τον παρακάλεσε να της δώσει τα φορέματά του. Φορέθηκε με τα πιστικιάτικα, σκέπασε και το κεφάλι της με σκούφιες και καπέλα, κρέμασε και ψεύτικα μουστάκια και τράβηξε για την άλλη πόλη, που δούλευε ο νοικοκύρης της. Ύστερα από κάμποσες μέρες έφτασε στην πόλη και βρήκε την παρέα που έχτιζε το μεγάλο σπίτι. Αντάμωσε με τον αρχιμάστορα και τον έπιασε φίλο. Αυτός ο άγνωστος και παράξενος άνθρωπος, που τον συντρόφευε τα βράδια στο δωμάτιό του, τον κατάφερε με τρόπο να εκμυστηρευτεί το χάλι του.

Ο ξένος αυτός φάνηκε γνωμικός άνθρωπος και κέρδισε τη συμπάθεια όλων των μαστόρων και του σπιτονοικοκύρη μαζί. Και μια βραδιά ξανάρχισε την ιστορία στον πρωτομάστορα. Συζητώντας μπόρεσε κι έβαλε τον άντρα της σε υποψία ότι το δαχτυλίδι ίσως και το πήρε κρυφά. Τον κατάφερε να ξανακαλέσει τον σπιτονοικοκύρη και το παιδί, που το έφερε το δαχτυλίδι, για να διηγηθεί και μια φορά πως έκαμε. Ο αρχιμάστορας πείστηκε και, την αυριανή που ήταν Κυριακή και είχαν ανάπαυση, κάλεσε το παιδί να διηγηθεί πως μπόρεσε και του γνώρισε τη γυναίκα.

Ο νέος άρχισε να διηγείται με περηφάνια τα κατορθώματά του, τάχα, τα σημάδια του σπιτιού, πως του ‘δωσε το δαχτυλίδι, για την ελιά…

-Κι αυτό είναι όλο; Ρώτησε ο ξένος.
-Ναι! Του είπε εκείνος ο νέος. Ενώ η ταμπακέρα του μάστορα δεν λέρωσε…
-Να ντραπείς παλιόπαιδο, του αντιλογήθηκε ο ξένος. Κι αμέσως πέταξε τη σκούφια και τα μουστάκια, πέταξε το ταλαγάνι κι έβγαλε τα ποτούρια του τσοπάνου. Άνοιξε τα στήθια της, έδειξε την ελιά και συνέχισε:
-Και τι είδες άλλο εκτός από αυτή την ελιά; Το δαχτυλίδι το βρήκες στο μπάνιο της γειτόνισσας, που το ξέχασα εγώ και την ελιά την είδες από την κλειδαρότρυπα του μπάνιου. Και τι άλλο έκαμες; Κι αυτά τα κατάφερες, γιατί πλήρωσες ακριβά τη γριά γειτόνισσα..

Το παιδί τα ‘χασε. Άρχισε να τραυλίζει και παραδέχτηκε όλα όσα του είπε η γυναίκα.

Η παρέα έδιωξε από τη συντροφιά τον ψεύτη σύντροφο κι ο αρχιμάστορας κέρδισε το σπίτι του πλούσιου. Μα δεν το θέλησε, το περιφρόνησε. Ζήτησε μονάχα τα δουλευτικά ως εκείνη την ώρα και παράτησε την περήφανο και ραδιούργο σπιτονοικοκύρη. Έφυγε μαζί με τη συντροφιά του, εκτός από τον ψεύτη, κι έζησε ευτυχισμένος με την καλή του γυναίκα. Αυτός καλά κι εμείς καλύτερα!



«Απ’ τα παιδικά μας χρόνια» παιχνίδια και παραμύθια – Νάτσης Μπόλος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου