Μια φορά κι έναν καιρό, παιδιά μου, σε πολύ
παλιά χρόνια, τότε που ήταν οι βασιλιάδες, οι πασάδες και οι βεζίρηδες, ζούσε
κι ένας βασιλιάς με μια βασίλισσα. Δεν είχαν όμως παιδιά και πήραν ένα
ψυχοπαίδι. Γιαννάκη το ‘λεγαν το παιδί.
Ο Γιαννάκης μεγάλωνε κι ομόρφαινε και γινόταν
άξιο παλικάρι. Αγαπούσε πολύ το κυνήγι και στα δεκαπέντε του χρόνια είχε γίνει
κιόλας τέλειος κυνηγός. Ο Γιαννάκης μας είχε ένα θείο, αδερφό της μητέρας του,
που τον αγαπούσε πολύ και τον συμβούλευε για το καθετί στη ζωή του. Μάλιστα ο
θείος του καταλάβαινε αν ο ανιψιός του θα ‘χε επιτυχίες ή όχι στο κυνήγι του.
Κάποιο πρωί, ο Γιαννάκης, όπως πάντα, πέρασε
από το σπίτι του θείου του, τον καλημέρισε και ξεκίνησε για κυνήγι.
-Στάσου! του φώναξε ο θείος. Μη φεύγεις,
άκουσε πρώτα…
Ο Γιαννάκης άκουγε με προσοχή.
-Σήμερα, συνέχισε ο θείος του, δε θα βρεις
κυνήγι. Θα σου βγει, όμως, ένα πολύ όμορφο ζώο. Να μην το σκοτώσεις, γιατί θα
‘χεις να υποφέρεις πολλά…
Ο Γιαννάκης έφυγε για το δάσος. Δεν προχώρησε
πολύ και να, πρόβαλε μπροστά του ένα πολύ όμορφο τετράποδο και του στάθηκε
είκοσι βήματα μπροστά. Σήκωσε το όπλο του. Το σημάδεψε κατάστηθα και, την ώρα
που θα τραβούσε τη σκανδάλη, θυμήθηκε τη συμβουλή του θείου του: «να μην το
σκοτώσεις». Κατέβασε μετανιωμένος το ντουφέκι, πήρε μια πέτρα και έριξε προς το
όμορφο ζώο. Κι εκείνο ξεκίνησε, σιγοπερπατώντας και σιγοπηδώντας, κατέβηκε σε
μια ρεματιά, έσκυψε στο γάργαρο νερό, δάγκωσε ένα τρυφερό βλαστάρι γράβου
σκουλαρικάτου και χάθηκε στα χαμόκλαδα…
Πέρασε όλη η μέρα, γυρίζοντας από δάσος σε
δάσος, μα συνέβη έτσι όπως προείδε ο θείος του. Δεν βρήκε καθόλου κυνήγι.
Ήταν ο ήλιος στο βασίλεμά του κι ο Γιαννάκης
έριξε το όπλο στην πλάτη του και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Μα να, στο
αντικρινό μονοπάτι κάποιος θόρυβος και, σε λίγο, το περίεργο εκείνο ζώο, που
βρήκε το πρωί, ξαναφάνηκε, πλησίασε και στάθηκε πάλι είκοσι βήματα μακριά από
τον Γιαννάκη. Εκείνος το κοίταξε, σκέφτηκε την αποτυχία ολόκληρης τηε μέρας,
αψήφησε τη συμβουλή του θείου του και με το «μπαμ» το όμορφο ζώο σωριάστηκε
νεκρό.
Σαν ζύγωσε με αυτό στην άκρη της πόλης και
κοντά στα σαράγια του βασιλιά, έλαμψε ο τόπος και φεγγοβόλησαν τα μάρμαρα.
Ο βεζίρης από το αντικρινό παλάτι, ζήλεψε το
βασιλιά και περισσότερο το άξιο παλικάρι, γι’ αυτό και βάλθηκε να το
καταστρέψει. Την άλλη μέρα, πρωί – πρωί, είπε στο βασιλιά:
-Πολυχρονεμένος να ‘σαι, βασιλιά μου! Αυτό το
παιδί σου έλαμψε το σαράι σου. Μα το λαμπρό αυτό ζώο χρειάζεται φιλντισένια
κάμαρη για να βάλεις το δερμάτι του…
Κι ο βασιλιάς, ο μανιακός εκείνος άνθρωπος
του πλούτου και της πολυτέλειας, τόσο ήθελε:
-Άκου, Γιαννάκη, γιόκα μου. Για το όμορφο
αυτό ζουλαπικό που κουβάλησες δεν έχουμε τον τόπο που πρέπει. Η κάμαρη που θα
βάλουμε το δερμάτι του πρέπει να ‘χει τους τοίχους φορεμένους με φίλντισι. Κάμε
όπως θέλεις. Χρειάζομαι σαράντα οκάδες φίλντισι.
Ο Γιαννάκης έτρεξε στο θείο του. Και κείνος,
σαν παντογνώστης, τον συμβούλεψε:
-Θα ζητήσεις, παιδί μου, από το βασιλιά να
σου δώσει από δέκα οκάδες απόσταγμα αμάραντου και δεντρολίβανου και δέκα οκάδες
δάκρυ της περγουλιάς. Θα τα πάρεις και θα τα πας στο βάλτο της πλατανιάς. Θα
περιμένεις ώσπου να βγει το άστρι της μέρας και, μόλις κρούξει εκείνο, θα
ρίξεις πρώτα το δάκρυ της περγουλιάς μέσα στο βάλτο και ύστερα μαζί τα δυο
αποστάγματα, θα τα ανακατώσεις δυνατά και θα περιμένεις όσο να βγει ο ήλιος. Τότε
θα αρχίσει να σχηματίζεται το φίλντισι, να το μαζέψεις γρήγορα για να μη
λερώσει από τα νερά του βάλτου και να το φορτώσεις στο δισάκι.
Ο βασιλιάς ετοίμασε ό,τι του ζήτησε ο
Γιαννάκης, του φόρτωσε ένα γερό άλογο κι ο Γιαννάκης έφθασε στο βάλτο της
πλατανιάς κατά το σούρουπο. Την άλλη μέρα γύρισε με το φίλντισι μπροστά από το
μεσημέρι.
Ο βεζίρης θύμωσε πιο πολύ και με τον πονηρό
του τρόπο υποκίνησε τον βασιλιά να ζητήσει από τον Γιαννάκη να φέρει το
«αθάνατο νερό», για την υγεία του, για την υγεία της βασίλισσας και των
αυλικών.
Πάλι ο θείος συμβούλεψε τον Γιαννάκη:

Ύστερα από μια βδομάδα ο Γιαννάκης γύρισε στο
παλάτι με το «αθάνατο» νερό. Κέρασε τον βασιλιά και τον βεζίρη κι εκείνοι,
σίγουροι πως πίνουν αλήθεια το νερό που θα τους έκανε αθάνατους, έπλεξαν νέες
μηχανορραφίες κατά του παλικαριού.
Πρέπει, του είπαν, να σκοτώσεις το θηρίο, που
μαστίζει την περιοχή και τρώγει όποιον βρει και ό,τι βρει μπροστά του.
Σύμφωνα με τη συμβουλή του θείου του, ο
Γιαννάκης πήρε από το βασιλιά είκοσι οκάδες ρακί και άλλο τόσο κρασί. Πήρε ένα
σίδερο αναμμένο για χαλινάρι και πήγε στη βρύση που το θηρίο πήγαινε πρωί –
πρωί κι έπινε νερό. Έκλεισε το βρύση κι άδειασε σε μια λακκούβα το ρακί και το
κρασί, ανέβηκε στον πλάτανο της βρύσης και περίμενε. Σε λίγο, ακούστηκε δυνατός
θόρυβος, βρυχηθμοί και βουητά. Σείονταν τα δέντρα που του ‘βγαιναν μπροστά κι
έτριζε ο τόπος. Ζύγωσε στη βρύση μα, αντί νερό, ήπιε όσο μπόρεσε ρακί και
κρασί. Ξαπλώθηκε χάμω, κυλίστηκε και ετοιμάστηκε να αναστυλωθεί να φύγει. Τα
πόδια του, όμως, δεν στηρίζονταν. Τα σιαγόνια του έμεναν ανοιχτά και στάλαζαν
σάλια. Η γλώσσα του κρέμονταν κάτω από τα χείλια και τα μικρά του μάτια έγιναν
πιο μικρά.
Ο Γιαννάκης κατέβηκε γρήγορα από τον πλάτανο
κι έμπηξε το πυρακτωμένο χαλινάρι ανάμεσα στα σαγόνια του τέρατος. Το θηρίο,
σαν να συνήλθε από τη μέθη, ακολούθησε το λεβέντη που το ‘σερνε πίσω από το
άλογό του. Σαν έφτασε στην αντικρινή ράχη από τα σαράγια του βασιλιά, το
σκούντησε και κείνο βρυχήθηκε τόσο δυνατά, ώστε τραντάχτηκαν οι θύρες του
παλατιού. Η γυναίκα του πανούργου βεζίρη λιποθύμησε από το φόβο της κι ο τρόμος
συντάραξε και τον βεζίρη και τον ίδιο τον βασιλιά. Γι’ αυτό κι έστειλαν
στρατιώτες και σκότωσαν το θηρίο, που έφερε ως εδώ ο άξιος Γιαννάκης.
-Ε, λεβέντη μου, του είπαν κι ο βασιλιάς κι ο
βεζίρης μαζί. Τώρα σου ανήκει η όμορφη του τόπου. Θα σου δώσουμε ό,τι ζητήσεις
και να πας να τη βρεις. Χαλάλι σου!
Ο βεζίρης όμως αλλού είχε το σκοπό του. Σκεφτόταν
να εξοντώσει τελειωτικά τον Γιαννάκη. Και το πίστευε αυτό, σαν θα πήγαινε να
ζητούσε την πιο όμορφη κοπέλα του τόπου, σ’ ένα μέρος που την προστάτευαν και
τη φρουρούσαν σαν τον πιο πολύτιμο θησαυρό.
Στο μεταξύ, τα κατορθώματα του Γιαννάκη
έγιναν στην περιοχή και ο λαός άρχισε να λατρεύει το παλικάρι σαν ήρωα. Και για
να τον ξεχωρίσουν από τους άλλους Γιαννάκηδες, τον είπαν Μπιρμπίλη, δηλαδή
«αηδόνι». Ζηλευτός για την εξυπνάδα, το θάρρος και την παλικαριά του όσο και το
αηδόνι και το άφθαστο τραγούδι του. Γι’ αυτό κι ο Γιάννης μας έγινε γνωστός πια
σαν Μπιρμπιληγιαννάκης.
Ο θείος ξανασυμβούλεψε τον Γιαννάκη:
-Άκου, παιδί μου. Εκτός από τους κακούς
ανθρώπους, που ποτέ δεν πρέπει να τους κάνεις συντροφιά, μας χρειάζονται όλοι
οι άλλοι. Μην περιφρονείς κανέναν. Να βοηθάς και να προστατεύεις τους
αδύνατους. Να μη σου αρέσει ο εαυτός σου και να μη νομίζεις ότι εσύ είσαι ο
εξυπνότερος και ο αξιότερος στον κόσμο. Μη φοβάσαι τη ζωή. Να είσαι
αποφασιστικός, αλλά μετρημένος. Και τώρα, ξεκίνα με πεποίθηση κι όλα θα ‘ναι με
σένα…
Κι ο Μπιρμπιληγιαννάκης ξεκίνησε. Διάβηκε
βουνά και δάση, ρεματιές και ποτάμια. Κάπου, σ’ ένα ρεματάκι, προσπαθούσαν να
περάσουν ασήμαντα μυρμηγκάκια. Το νερό τα σβάρνιζε. Ο Γιαννάκης πήρε ένα ξύλο
και ένωσε τις δυο άκρες του δρόμου τους πάνω στο νερό. Τα μυρμήγκια πέρασαν
εύκολα και χάρισαν στον Γιαννάκη ένα ποδαράκι τους.
Προχωρώντας βρήκε ένα σμήνος μελισσιών που
κρύωνε από τη δροσιά της νύχτας. Συμμάζεψε μερικά φρύγανα, τα άναψε κι έσωσε τα
μελίσσια από το κρύο κι κείνα του χάρισαν μια φτερούγα τους.
Το ποδαράκι του μυρμηγκιού και τη φτερούγα
της μέλισσας ο Γιαννάκης τα φύλαξε στην ταμπακιέρα του.
Συνεχίζοντας το δρόμο, συνάντησε έναν που
έτρεχε να πιάσει έναν λαγό, σέρνοντας στα πόδια του και χερόμπουλα.
-Βρε, χαρά στην αξιάδα σου, παλικάρι! Τι
είναι αυτό το τρέξιμο!
-Παλικάρι εγώ; απάντησε ο ξένος.
-Παλικάρι είναι ο Μπιρμπιληγιαννάκης που ήβρε
το αθάνατο νερό κι έφερε το θεριό ζωντανό!
-Έλα! του είπε ο Γιαννάκης. Εγώ είμαι ο
Μπιρμπιληγιαννάκης…
Ο ξένος συντροφεύτηκε με τον Γιαννάκη και
εξακολούθησαν το δρόμο. Εκεί που προχωρούσαν είδαν πως κάποιος είχε ακουμπήσει
το αυτί του στη γη και κάτι άκουγε.
-Τι αφουγκράζεσαι αυτού; τον ρώτησε ο
Γιαννάκης.
-Σιγά, σιγά! απάντησε ο δεύτερος ξένος. Ακούω
τι γίνεται στον Κάτω Κόσμο. Ένα σκυλί άρπαξε ένα ποδάρι κρέας στο χασάπικο και
τσακώνεται ο χασάπης με τον νοικοκύρη του σκυλιού…
-Χαρά στην αξιάδα σου, λεβέντη μου! του είπε
ο Γιαννάκης.
-Αξιάδα είναι αυτή; Αξιάδα είναι του
Μπιρμπιληγιαννάκη, που ήβρε το αθάνατο νερό κι έφερε το θεριό ζωντανό!
-Εγώ είμαι, του είπε, έρχεσαι;
Έγιναν έτσι τρεις συνοδοιπόροι. Προχωρούσαν
σε άγνωστες στράτες ως τα μέρη της μεγάλης όμορφης. Κάπου στο δρόμο βρήκαν έναν
που ανέβαινε έναν ανήφορο ζαλωμένος ένα μοναστήρι. Και τραγουδούσε. Ο Γιαννάκης
τον θαύμασε κι εκείνον για την ικανότητά του. Μα η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη,
ώστε έκανε φίλο και τον άνθρωπο που μπορούσε να μεταφέρει ένα ολόκληρο
μοναστήρι.

Ο Γιαννάκης έκαψε το φτερό του μελισσιού κι
αμέσως μαζεύτηκαν γύρω του, έτοιμα να εξυπηρετήσουν, εκατοντάδες μελίσσια, που γλίτωσαν
από το κρύο με τη φωτιά που τους άναψε εκείνη τη νύχτα ο Γιαννάκης.
-Τι ανάγκη έχεις; τον ρώτησαν.
Τους εξήγησε και την άλλη μέρα ένα μελίσσι
στάθηκε στο μέτωπο της μελανιασμένης όμορφης. Τη γνώρισε, λοιπόν, ο Γιαννάκης,
μα οι γονείς της έφεραν άλλα προσκόμματα.
Ο δυνατός από τα αυτιά άκουσε πως αύριο θα
γέμιζαν ένα αλώνι με πολύσπορα κι αν θα τα χώριζε σε μια μέρα, η όμορφη θα ήταν
δική του. Εκείνος έβγαλε από την ταμπακιέρα του το πόδι του μυρμηγκιού, το
έκαψε και να, σε λίγο στρατιές από μυρμήγκια περίμεναν εντολή να αρχίσουν
δουλειά. Ως το μεσημέρι ο πολύσπορος σωρός ήταν χωρισμένος. Αλλού το στάρι,
αλλού το κριθάρι, αλλού το ρόβι, αλλού η βρώμη.
-θα σκεφτούμε ακόμη, είπαν οι γονείς της.
Για αύριο θα την έβαζαν καβάλα σε ένα άλογο
που θα ‘τρεχε κι αν θα την έφτανε ας την έπαιρνε…
Έτοιμος ο λαγοκυνηγός με τα χερόμπουλα. Άφησε
το άλογο κι απομακρύνθηκε κάμποσο και ύστερα κίνησε. Σε πέντε λεπτά έφερε την
όμορφη στο σπίτι της.
-Όχι, επέμεναν οι γονείς της. Ακόμα απόψε κι
αύριο την παίρνετε.
Εκείνη τη νύχτα την έκλεισαν σε ένα πολύ
περιορισμένο δωμάτιο. Αυτήν τη φορά είχε το λόγο ο καλόγερος με το μοναστήρι. Ζαλώθηκε
το δωμάτιο μαζί με την όμορφη. Κι έφυγαν νύχτα όλοι τους. Στο δρόμο ξύπνησε η
κοπέλα κι άρχισε τα κλάματα.
-Εγώ δεν ήμουν για σένα. Εγώ ήμουν για τον
Μπιρμπιληγιαννάκη!
-Μην ανησυχείς. Εγώ είμαι ο
Μπιρμπιληγιαννάκης, της απάντησε ο ικανός Γιαννάκης. Να, εδώ έχω το αθάνατο
νερό, είπε και της έδειξε το στήθος του.
Έφτασαν, έτσι, στο σπίτι του βασιλιά. Όλοι
θαύμασαν τον άξιο Μπιρμπιληγιαννάκη για τα κατορθώματά του. Μονάχα ο βασιλιάς
κι ο βεζίρης ήταν δυσαρεστημένοι. Φοβούνταν μήπως ο Γιαννάκης τους πάρει και
την εξουσία, γι’ αυτό και διέταξαν, ανοιχτά πια, να αποκεφαλιστεί. Του ‘κοψαν
έτσι το κεφάλι και τον παράτησαν. Θέλησαν να κεράσουν την όμορφη καφέ. Εκείνη
όμως αντιλήφθηκε ότι σκόπευαν να τη δηλητηριάσουν.
-Όχι, είπε. Εγώ θα σας κεράσω που ‘ρθα νύφη…

-Καλά κοιμόμουν, καημένη! της είπε ο
Γιαννάκης.
-Όχι, αγαπημένε μου. εγώ για σένα ήρθα εδώ.
Ξύπνα! Έλα να ζήσουμε μαζί…
«Απ’ τα παιδικά μας χρόνια» παιχνίδια και
παραμύθια – Νάτσης Μπόλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου